-
1 ὠμηστής
ὠμηστής, ὁ, rohes Fleisch fressend; οἰωνοί, κύνες, ἰχϑύες, Il. 11, 454. 22, 67. 24, 82; Κέρβερος Hes. Th. 311; auch mit einem fem. vrbdn, ἔχιδνα 300; κύνες Soph. Ant. 693; λέων Orac. bei Her. 5, 92, 2, wie Aesch. Ag. 801; u. absolut für λέων, Antistius 1 (VI, 237); λύκος, ϑῆρες, Lycophr. 871. 955; αἰετός Ap. Rh. 3, 852; dah. übh. der grausame, unmenschliche, ἀνήρ Il. 24, 207; auch Bacchus heißt so in einem Hymn. (IX, 524); vgl. ὠμάδιος u. Plut. de coh. ira 13 Them. 13.
См. также в других словарях:
Κέρβερος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρβερος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρβερος — Μυθολογικό ον. Είχε μορφή σκύλου με τρία (ή πενήντα) κεφάλια και ουρά φιδιού και φρουρούσε την είσοδο του Άδη. Ήταν γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας, όπως επίσης ο δικέφαλος σκύλος του Γηρυόνη, Όρθρος, η Λερναία Ύδρα και άλλα τέρατα. Ο Κ.… … Dictionary of Greek
Κέρβερος — ο 1. τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τρικέφαλο σκυλί με ουρά φιδιού, φύλακας των πυλών του Άδη. 2. μτφ., άγρυπνος και αυστηρός φύλακας: Είναι κέρβερος ο νυχτοφύλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κερβέρου — Κέρβερος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερβέρου — κέρβερος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερβέρους — Κέρβερος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερβέρους — κέρβερος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερβέρων — Κέρβερος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερβέρων — κέρβερος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερβέρῳ — Κέρβερος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)