Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κέντριον

См. также в других словарях:

  • κέντριον — κέντριον, τὸ (Α) [κέντριον] 1. χειρουργικό εργαλείο, αλλ. κέντιον 2. βούκεντρο …   Dictionary of Greek

  • κεντρίον — κεντρίον, τὸ (ΑΜ) βλ. κεντρί …   Dictionary of Greek

  • κέντριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντρίοις — κέντριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντρίου — κέντριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραμνοδοκέντρια — τὰ, Μ κεντρία, αγκάθια ράμνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάμνος + κέντριον / κεντρίον (< κέντρον)] …   Dictionary of Greek

  • κεντρί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 848 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας, 34 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * το (ΑΜ κεντρίον, Μ και κεντρί)… …   Dictionary of Greek

  • κεντριάδαι — κεντριάδαι, οἱ (Α) [κέντριον] (στην Αθήνα) ιερείς οι οποίοι κατά την εορτή τών Διπολίων οδηγούσαν στον βωμό το βόδι που επρόκειτο να θυσιαστεί κεντρίζοντάς το με βούκεντρο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»