-
1 κέλλα
κέλλ-α, ἡ, = Lat.A cella, room, chamber, POxy.1128.15 (ii A.D.), etc. -
2 κελλαρίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελλαρίδιον
-
3 κελλαρικά
κελλ-ᾱρικά, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελλαρικά
-
4 κελλαρικόν
κελλ-ᾱρικόν, τό,A store-chamber, Stud.Pal.20.75 ii 9 (iii/iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελλαρικόν
-
5 κελλάριον
A cupboard for glasses,κ. τριλάγυνον POxy.741.12
(ii A.D.), PLond.2.191.9 (ii A.D.); store-chamber, POxy.1851 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελλάριον
-
6 κελλάριος
A cellarman, Wien.Stud.24.131 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελλάριος
-
7 κελλαρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελλαρίτης
См. также в других словарях:
Κονιάρος — και Κονιάρης, ο (Μ Κονιάρης και Κοϊνάρος) Τούρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. (Ι) κόνιο με σίγηση τού αρκτικού ι + κατάλ. άρος / άρης (πρβλ. βογι άρος, κελλ άρης)] … Dictionary of Greek
κελλάς — κελλάς, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μονόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για το θηλ. τού τ. *κελλός (κελλόν στρεβλόν, πλάγιον, Ησύχ.) τα λλ είτε ερμηνεύονται ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε προέρχονται από σύμπλεγμα λν (κελλ <… … Dictionary of Greek
κλεπτάριον — κλεπτάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κλέπτης) κλεφταράκος, μικροκλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + υποκορ. κατάλ. άριον (< λατ. arium), πρβλ. κελλ άριον, παιδ άριον] … Dictionary of Greek
λακκάριος — λακκάριος, ὁ (Α) φύλακας δεξαμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. κελλ άριος, σπαθάρ ιος] … Dictionary of Greek
λουτράρης — και λουτρατζής, ο, θηλ. λουτράρισσα (Μ λουτράρης) ιδιοκτήτης ή υπάλληλος δημόσιων λουτρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + κατάλ. άρης (πρβλ. κελλ άρης). Ο τ. λουτρατζής < λουτρό + κατάλ. ( α)τζής] … Dictionary of Greek