Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κέλλ-α

См. также в других словарях:

  • Κονιάρος — και Κονιάρης, ο (Μ Κονιάρης και Κοϊνάρος) Τούρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. (Ι) κόνιο με σίγηση τού αρκτικού ι + κατάλ. άρος / άρης (πρβλ. βογι άρος, κελλ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • κελλάς — κελλάς, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μονόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για το θηλ. τού τ. *κελλός (κελλόν στρεβλόν, πλάγιον, Ησύχ.) τα λλ είτε ερμηνεύονται ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε προέρχονται από σύμπλεγμα λν (κελλ <… …   Dictionary of Greek

  • κλεπτάριον — κλεπτάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κλέπτης) κλεφταράκος, μικροκλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + υποκορ. κατάλ. άριον (< λατ. arium), πρβλ. κελλ άριον, παιδ άριον] …   Dictionary of Greek

  • λακκάριος — λακκάριος, ὁ (Α) φύλακας δεξαμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. κελλ άριος, σπαθάρ ιος] …   Dictionary of Greek

  • λουτράρης — και λουτρατζής, ο, θηλ. λουτράρισσα (Μ λουτράρης) ιδιοκτήτης ή υπάλληλος δημόσιων λουτρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + κατάλ. άρης (πρβλ. κελλ άρης). Ο τ. λουτρατζής < λουτρό + κατάλ. ( α)τζής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»