-
1 κεκτημαι
-
2 κέκτημαι
μετ. обладать, иметь, владеть -
3 κέκτημαι
perf. владею, имею -
4 κτάομαι
κτάομαι приобретать, наживать, владеть aor. ἐκτησάμην pf. κέκτημαι ['я приобрел'] -
5 κτάομαι
См. также в других словарях:
κέκτημαι — κτάομαι procure for oneself perf ind mp 1st sg κτέομαι procure for oneself perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέκτημ' — κέκτημαι , κτάομαι procure for oneself perf ind mp 1st sg κέκτημαι , κτέομαι procure for oneself perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
πάομαι — Α (ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.) 1. λαμβάνω, αποκτώ («πασάμενος ἐπίτασσε», Θεόκρ.) 2. (συν. στον παρακμ.) πέπαμαι έχω κάτι ως κτήμα μου, κατέχω, κέκτημαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., τού οποίου απαντούν ο μέλλ.… … Dictionary of Greek
Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… … Wikipedia
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
φανερός — ή, ό / φανερός, ά, όν, ΝΜΑ, και θηλ. και ός, και φανειρός, ά, όν, Α 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.) 2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς]… … Dictionary of Greek
kÞē(i)-, kÞǝ(i)- (*ĝhðē(i)-) — kÞē(i) , kÞǝ(i) (*ĝhðē(i) ) English meaning: to acquire, possess Deutsche Übersetzung: “erwerben, Verfũgung and Gewalt worũber bekommen” Material: O.Ind. kṣáyati “besitzt, beherrscht” (*kÞǝi̯ éti) = Av. xšayati “hat power,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
Перфект — (от лат. perfectus совершенный) видо временная форма глагола (собственно перфект), обозначающая состояние в настоящем как результат предшествующего действия, изменения (так называемый статальный перфект) и/или действие, событие, состояние… … Лингвистический энциклопедический словарь