-
1 κάθεμα
-
2 καθ-ετήρ
καθ-ετήρ, ῆρος, ὁ (καϑίημι), 1) Alles, was man in Etwas hinabläßt, hineinsteckt, um darin zu untersuchen, bes. in der Chirurgie, Sonde, auch seine Spitze zu Einspritzungen in die Harnblase, zusammengedrehte Charpie, sie in eine Wunde zu stecken, Medic. – 2) bei Artemid. 2, 14 Angelruthe. – 3) = κάϑεμα, unter weiblichen Schmucksachen genannt, Poll. 5, 98, Clem. Al.
-
3 καθετήρ
καθ-ετήρ, ῆρος, ὁ, (1) alles, was man in etwas hinabläßt, hineinsteckt, um darin zu untersuchen, bes. in der Chirurgie, Sonde, auch seine Spitze zu Einspritzungen in die Harnblase, zusammengedrehte Charpie, sie in eine Wunde zu stecken. (2) Angelrute. (3) = κάϑεμα, unter weiblichen Schmucksachen genannt
См. также в других словарях:
κάθεμα — necklace neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθεμα — το (Α κάθεμα και κάθημα) [καθίημι] νεοελλ. ναυτ. το μήκος που έχει η αλυσίδα ποντισμένης άγκυρας πλοίου, κν. καλούμο, αλλ. έκταμα αρχ. κυρίως, αυτό που έχει αφεθεί προς τα κάτω και ειδ. το περιδέραιο … Dictionary of Greek
καθέματα — κάθεμα necklace neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέματος — κάθεμα necklace neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CATHENA — Latinis ex Κάθεμα Graeco unde et Kethem Hebraeis, Proverb. c. 25. v. 12. ubi iungitur cum margarita, et apud Danielem, ubi cum ophas: monile significat aurô et gemmis variatum Hesych. Κάθεμα ὁ κατα ςτῆθος ὅρμος: Polluci κάθημα, ex Antiphane… … Hofmann J. Lexicon universale
καθεμάτιον — καθεμάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κάθεμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάθεμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ποιημάτ ιον, ρυάκ ιον)] … Dictionary of Greek
έκταμα — το (Α ἔκταμα) το αποτέλεσμα τού εκτείνω*, η έκταση, το μήκος κατά το οποίο εκτείνεται κάτι νεοελλ. ναυτ. το μήκος που έχει η αλυσίδα τής άγκυρας τού πλοίου, αλλιώς κάθεμα*, κν. καλούμο* … Dictionary of Greek
κάθημα — κάθημα, τὸ (Α) κάθεμα* … Dictionary of Greek
καθετήρας — Όργανο το οποίο, με την εισαγωγή του από φυσική ή τεχνητή οδό, επιτρέπει την προσπέλαση των κοιλοτήτων του ανθρώπινου σώματος για παροχέτευση υγρών ή εισαγωγή διαγνωστικών ή θεραπευτικών παραγόντων. Πρόκειται για σωληνοειδή, κούφια, συνήθως… … Dictionary of Greek
καλούμο — το ναυτ. το μήκος τής αλυσίδας ποντισμένης άγκυρας, αλλ. έκταμα, κάθεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caluma] … Dictionary of Greek
προκάθεμα — το, Ν ναυτ. μέρος τού προς την άγκυρα εκτάματος τού παλαμαριού ή της αλυσίδας τής άγκυρας, κν. μόρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κάθεμα «το μήκος αλύσεως». Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ὀνοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek