-
1 κάτειρξις
κάτ-ειρξις, ἡ, das Einschließen, Einsperren -
2 κάθειρξις
A shutting in, confining, Plu.2.366d, Ael.NA15.27, Aristid.Or.48(24).58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθειρξις
См. также в других словарях:
κάτειρξις — κάτειρξις, είρξεως, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. κάθειρξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάθειρξις με ιων. ψίλωση] … Dictionary of Greek