-
1 κατ-άντης
κατ-άντης, neutr. κάταντες, nach Arcad. 118, 1, herabgehend, abschüssig; ὁδός Ar. Ran. 127; γεώλο φος Theocr. 1, 13; Hippocr.; ἐπὶ τὸ κάταντες Plat. Tim. 77 d; πέτρας ἐπεκυλίνδουν εἰς τὸ κάταντες Xen. Hell. 3, 5, 20; Sp. – Uebertr., geneigt, leicht, ἕρπει κατάντης συμφορὰ πρὸς τἀγαϑόν Eur. Rhes. 318; πρὸς τὰ χείρονα κατάντης Plut. ad. et am. discr. 12.
-
2 περι-κλινής
περι-κλινής, ές, sich ringsum neigend; Plut. Pericl. 13 sagt vom Odeum in Athen τῇ ἐρέψει περικλινὲς καὶ κάταντες ἐκ μιᾶς κορυφῆς, mit einem herumgebogenen und von der Spitze rings sich neigenden Dache.
-
3 κατά-τροπος
κατά-τροπος, umgewendet, abwärts gewendet, Hesych. erkl. κάταντες.
-
4 κάτ-οπτος
κάτ-οπτος, zu erschauen, sichtbar; Σαρωνικοῦ πορϑμοῦ κάτοπτον πρῶνα Aesch. Ag. 298, worauf sich Hesych. Erkl. κάταντες ἢ φανερόν bezieht; χωρίον πανταχόϑεν κάτοπτον Lys. 7, 28; ὥςτε μὴ κάτοπτα εἶναι, so daß es nicht bemerkt werden konnte, Thuc. 8, 104; Sp.
-
5 περικλινής
περι-κλινής, ές, sich ringsum neigend; vom Odeum in Athen: τῇ ἐρέψει περικλινὲς καὶ κάταντες ἐκ μιᾶς κορυφῆς, mit einem herumgebogenen und von der Spitze rings sich neigenden Dache
См. также в других словарях:
κάταντες — κατά ἄντομαι meet imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάντης — ες (Α κατάντης, κάταντες) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάντη τα προς τα κάτω μέρη («τα κατάντη τού ποταμού» τα μέρη τού ποταμού που βρίσκονται προς τις εκβολές) αρχ. 1. κατωφερής, απόκρημνος, επικλινής («το δ ἄλλο στράτευμα... ἐν τῷ… … Dictionary of Greek
κατάτροπος — κατάτροπος, ον (Α) [κατατρέπω] 1. αυτός που είναι στραμμένος προς τα κάτω, που έχει τροπή προς τα κάτω («κατάτροπον κάταντες», Ησύχ.) 2. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ κατάτροπα (ειδ. στη μουσ.) (κατά τον Πολυδ.) μέρη τού κιθαρῳδικού νόμου … Dictionary of Greek
ψάδιος — ία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) (κυρίως το ουδ.) ψάδιον «κάταντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται, πιθ., με το επίθ. ψάγιος*] … Dictionary of Greek
ant-s — ant s English meaning: forward, before, outer side Deutsche Übersetzung: “Vorderseite, Stirn” Material: O.Ind. ánta ḥ “ end, border, edge “ (therefrom antya ḥ “ the last “); Alb. (*ánta) ana ‘side, end”. Gk. gen. sg. κάταντες ( … Proto-Indo-European etymological dictionary