-
1 καταντα
adv. вниз с горы, под гору(ἄναντα, κ., πάραντά τε δόχμιά τ΄ ἐλθεῖν Hom.)
ἄναντα καὴ κ. Luc. погов. — по горам и долам, т.е. решительно всюду -
2 καταντά
καταντάωcome down to: pres subj mp 2nd sgκαταντάωcome down to: pres ind mp 2nd sg (epic)καταντάωcome down to: pres subj act 3rd sgκαταντάωcome down to: pres ind act 3rd sg (epic) -
3 καταντᾷ
καταντάωcome down to: pres subj mp 2nd sgκαταντάωcome down to: pres ind mp 2nd sg (epic)καταντάωcome down to: pres subj act 3rd sgκαταντάωcome down to: pres ind act 3rd sg (epic) -
4 κάταντα
κάτανταdownhill: indeclform (adverb) -
5 κάταντα
κάταντ-α, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάταντα
-
6 κάταντα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κάταντα
-
7 κάταντα
-
8 καταντάι
καταντᾷ, καταντάωcome down to: pres subj mp 2nd sgκαταντᾷ, καταντάωcome down to: pres ind mp 2nd sg (epic)καταντᾷ, καταντάωcome down to: pres subj act 3rd sgκαταντᾷ, καταντάωcome down to: pres ind act 3rd sg (epic) -
9 καταντᾶι
καταντᾷ, καταντάωcome down to: pres subj mp 2nd sgκαταντᾷ, καταντάωcome down to: pres ind mp 2nd sg (epic)καταντᾷ, καταντάωcome down to: pres subj act 3rd sgκαταντᾷ, καταντάωcome down to: pres ind act 3rd sg (epic) -
10 πάρ-αντα
-
11 κάτ-αντα
-
12 μηδ-έν
μηδ-έν, gen. μηδενός, μηδεμιᾶς, für μηδὲ εἷς, keiner, auch nicht Einer, vgl. μηδέ; in denselben Verbindungen wie μή; bei Hom. nur Il. 18, 500: ὁ δ' ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσϑαι. – Beim Verbot, μηδὲν πόνει, Aesch. Prom. 342, ταῦτα μέντοι μηδὲν αἰνικτηρίως, gar nicht räthselhaft, ἔκφραζε, 951, μηδὲν φοβηϑῇς, 128; hortativ, μηδὲν αἱματώμεϑα, Ag. 1641; ὑπέρκοπον μηδέν ποτ' εἴπῃς εἰς ϑεοὺς ἔπος, Soph. Ai. 128; τρέσητε μηδέν, Ant. 712; so oft adverbial, καί μοι μηδὲν ἀχϑεσϑῇς, Plat. Gorg. 486 a; nachdrücklicher als das einfache μή, wie μηδὲν ἀϑυμήσητε Xen. An. 5, 4, 19, öfter; in den Conditional- und Absichtssätzen, κἂν μηδεὶς ἐᾷ, Soph. Ai. 1163, ὁ μηδὲν εἰδώς, O. R. 397; ὅπως μηδεμία τὸ αὑτῆς αἰσϑήσεται, Plat. Rep. V, 460 c; gehäuft, μηδενὶ μηδὲν μηδεμίαν δύναμιν ἔχειν κοινωνίας εἰς μηδέν, Soph. 251 c; – ἀποῤῥεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται, Soph. El. 988, das Nichts, wie εἰς τὸ μηδὲν ἥκομεν Eur. Hec. 622; Sp., εἰς τὸ μηδὲν καταντᾷ, Pol. 4, 34, 2; – τὸ μηδέν, Her. 1, 32, auch von einem Verschnittenen, 8, 106, wie auch Soph. sagt κἂν τὸ μηδὲν ὤν, Trach. 1097, der so gut wie Nichts, schwach ist, τὸ μηδὲν ὄντας ἐν τροπῇ δορός, die Nichts waren, Ai. 1254, ὁ μηδὲν ὤν, 754; δέξαι με τὴν μηδὲν ἐς τὸ μηδέν, El. 1157; καὶ μὴ τὸ μηδὲν ἄλγος εἰς μέγ' οἴσετε, O. R. 638; τὰ μηδὲν ὄντα, Eur. Trach. 609; μηδὲν λέγειν, im Ggstz von δικαίων δεῖσϑαι, Xen. Cyr. 8, 3, 20. – Μηδέν steht oft adverbial, in Nichts, auf keine Weise, μηδὲν διαφέρειν, Plat. Polit. 280 a (f. oben); μηδὲν ἄρα ϑαυμάζωμεν, wir wollen uns also gar nicht wundern, Rep. X, 597 a. – Der plur. μηδένες ist selten, Soph. Ai. 1114; Plat. Euthyd. 303 b; Xen. Hell. 5, 4, 20; vgl. μηδαμός; – μηϑείς, μηϑέν, späte, unattische Form von Arist. an.
-
13 παραντα
-
14 αηδία
η1) неприятный вкус; 2) перен. безвкусица; 3) отвращение, брезгливость;αισθάνομαι αηδία όταν τον βλέπω — тошно смотреть на него;
σε βαθμό αηδίας — до отвращения;
4) пошлость, мерзость;§ καταντά αηδία — это уже противно
-
15 καταντάν
καταντάωcome down to: pres part act masc voc sg (doric aeolic)καταντάωcome down to: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)καταντάωcome down to: pres part act masc nom sg (doric aeolic)καταντᾶ̱ν, καταντάωcome down to: pres inf act (epic doric)καταντάωcome down to: pres inf act (attic doric)——————καταντάωcome down to: pres inf act -
16 κατάντην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάντην
-
17 κατάντης
A downhill, steep, opp.ἀνάντης, κ. ἀτραπός Ar.Ra. 127
; ἐς τὰ κατάντεα downwards, Hp.Off.9; ἐπὶ κάταντες, = κάταντα, Pl.Ti. 77d;εἰς τὸ κάταντες X.Eq.8.8
;ἐν τῷ κατάντει Id.HG4.8.37
; ἀπὸ τοῦ κατάντους ib.3.5.20;ἐν τοῖς κατάντεσι Diocl.Fr.142
: neut. as Adv.,κάταντες κινεῖσθαι Arist.Ph. 248a22
;τὰ κατάντη ἁμιλλώμενοι X.Eq. 8.6
;τὰ κ. ἐλαύνεσθαι Id.Eq.Mag.8.3
;θεῖν Id.Cyn.5.17
; ;καταβαίνειν Thphr.Lass.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάντης
-
18 ἄναντα
См. также в других словарях:
κάταντα — (Α) επίρρ. προς τα κάτω, κατηφορικά («πολλὰ δ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ ἦλθον» πήγαν προς τα πάνω, προς τα κάτω, παράμερα και λοξά, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»] … Dictionary of Greek
κάταντα — downhill indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντᾷ — καταντάω come down to pres subj mp 2nd sg καταντάω come down to pres ind mp 2nd sg (epic) καταντάω come down to pres subj act 3rd sg καταντάω come down to pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντᾶι — καταντᾷ , καταντάω come down to pres subj mp 2nd sg καταντᾷ , καταντάω come down to pres ind mp 2nd sg (epic) καταντᾷ , καταντάω come down to pres subj act 3rd sg καταντᾷ , καταντάω come down to pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… … Dictionary of Greek
άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… … Dictionary of Greek
εξαίρεση — η (AM ἐξαίρεσις) [εξαίρω] χειρουργική αφαίρεση, εξαγωγή ξένου σώματος ή οργάνου νεοελλ. 1. ιδιοτυπία, απομάκρυνση από το κανονικό ή το συνηθισμένο («ο ηθικός άνθρωπος καταντά σήμερα να είναι εξαίρεση») 2. διάκριση, προτίμηση («ο δάσκαλος δεν… … Dictionary of Greek
ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε … Dictionary of Greek
κατάντην — (Α) επίρρ. κάταντα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄντην «απέναντι, κατά πρόσωπο»] … Dictionary of Greek