Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κάσι

См. также в других словарях:

  • κάσι — κάσις brother masc/fem voc sg κάσῑ , κάσις brother masc/fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσις — κάσῑς , κάσις brother masc/fem acc pl (epic doric ionic aeolic) κάσις brother masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • bheu-, bheu̯ǝ- (bhu̯ā-, bhu̯ē-) : bhō̆ u- : bhū- —     bheu , bheu̯ǝ (bhu̯ā , bhu̯ē ) : bhō̆ u : bhū     English meaning: to be; to grow     Deutsche Übersetzung: ursprũnglich “wachsen, gedeihen”     Note: (probably = “to swell”), compare O.Ind. prábhūta ḥ with O.Ind. bhūri ḥ etc under *b(e)u …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • EXECRATIO — inter publicas olim poenas: qualem Atheniensium erga Philippum Regem hoc modo describit Liv. l. 31. c. 44. Rogationem exemplo tulêrunt, plebsque scivit, ut Philippi statuae, imagines omnes, nominaque earum, item Maiorum eius virilis ac muliebris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίγνητες — ἴγνητες, οἱ (Α) (στη Ρόδο) οι αυθιγενείς, αυτοί που εγκαταστάθηκαν στο νησί μετά τους Τελχίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν (με ι αντί ε προ ερρίνου) + γνητος (< γίγνομαι), πρβλ. κασί γνητος] …   Dictionary of Greek

  • εύγνητος — εὔγνητος, ον (Α) ο ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γνητος (< γίγνομαι), πρβλ. κασί γνητος] …   Dictionary of Greek

  • ομόγνητος — ὁμόγνητος, ον θηλ. και ὁμογνήτη (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) αδελφός ή αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γνητος (από δισύλλαβη ρίζα *γενη «γεννώ, παράγω» με μηδενισμένο το α φωνήεν τής ρίζας, πρβλ. και γνήσιος), πρβλ. κασί γνητος] …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Βολς — (Wols, Βερολίνο 1913 – Παρίσι 1951). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γερμανού ζωγράφου Βόλφγκανγκ Σούλτσε (Wolfgang Schulze). Σπούδασε στο Μπαουχάους με τον Μις Βαν ντερ Ρόε και τον Μόχολι Νάγκι. Το 1933 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και από το 1936 έως το …   Dictionary of Greek

  • Κασμίρ — (Kashmir). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (222.236 τ. χλμ., 12.649.917 κάτ.) της νοτιοκεντρικής Ασίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της ινδικής ενδοχώρας. Συνορεύει στα ΒΑ με το Αφγανιστάν και με την Κίνα, στα Ν με τα ινδικά κρατίδια Χιματσάλ… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»