-
1 κάπτρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάπτρον
-
2 κάμπτρον
κάμπ-τρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάμπτρον
См. также в других словарях:
κάπτρον — κάπτρον, τὸ (Α) το κάμπτρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. κάμπτρον] … Dictionary of Greek