-
1 κανθαρος
ὅ1) жук-скарабей Arph., Arst., Plut.2) «жук» (особый знак на языке быка Аписа, в Египте) Her.3) «жук» (вид лодки, изготовлявшейся на о-ве Наксос; отсюда - κ. ναξιουργής Arph.)4) название неизвестной нам морской рыбы Arst. -
2 Κανθαρος
ὅ Кантар1) один из трёх разделов Пирейского порта Arph. -
3 κάνθαρος
ο1) жук; 2) драга; 3) морской карась -
4 ιπποκανθαρος
-
5 κακοσμος
-
6 μαιευομαι
[μαῖα 4] (тж. μ. γυναῖκας Plat.) помогать при родах, принимать ребенка(μαιεύεται ἥ Ἄρτεμις Luc.)
τὰ ὑπ΄ ἐμοῦ μαιευθέντα перен. Plat. — те мысли, которые при моей помощи родились на свет;ἀετὸν τίκτοντα κάνθαρος μαιεύεται погов. Arph. — жук помогает орлице класть яйца (намек на басню Эзопа о том, как жук отомстил орлице, выбросив из гнезда ее яйца) -
7 ναξιουργης
См. также в других словарях:
Κάνθαρος — dung beetle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνθαρος — dung beetle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνθαρος — Τύπος αγγείου πόσης κατά την αρχαιότητα. Το κυρίως σώμα του κ. στηριζόταν σε ένα ψηλό πόδι, φέροντας από τη μία και την άλλη πλευρά δύο μεγάλες καμπυλωτές λαβές. Κατασκευαζόταν από άργιλο ή ορείχαλκο και ήταν πολύ διαδεδομένο στη Βοιωτία, στην… … Dictionary of Greek
κάνθαρος — ο τάξη εντόμων, σκαθάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κανθάρω — Κάνθαρος dung beetle masc nom/voc/acc dual Κάνθαρος dung beetle masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθάρω — κάνθαρος dung beetle masc nom/voc/acc dual κάνθαρος dung beetle masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κανθάροις — Κάνθαρος dung beetle masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθάροις — κάνθαρος dung beetle masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κανθάρου — Κάνθαρος dung beetle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθάρου — κάνθαρος dung beetle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κανθάρους — Κάνθαρος dung beetle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)