-
1 κάμπτρον
κάμπ-τρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάμπτρον
-
2 κάμπτρα
κάμπτρᾱ, κάμπτραcase: fem nom /voc /acc dualκάμπτρᾱ, κάμπτραcase: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)κάμπτρονturningpoint: neut nom /voc /acc pl -
3 κάπτρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάπτρον
См. также в других словарях:
κάμπτρον — κάμπτρον, τὸ (Α) (γλώσσ.) 1. το σημείο τής στροφής στον ιππόδρομο, νύσσα, καμπτήρ 2. κάμπτρα*, κάμψα*, θήκη, σάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω. Με τη σημασία «θήκη», άλλος τ. τού κάμπτρα*] … Dictionary of Greek
κάπτρον — κάπτρον, τὸ (Α) το κάμπτρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. κάμπτρον] … Dictionary of Greek
κάμπτρα — κάμπτρα, ἡ (Α) επιγρ. κάμψα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κάμψα*, πιθ. κατά παρετυμολογική σύνδεση με λ. όπως κάμπτω, κάμπτρον, καμπτήρ κ.λπ.] … Dictionary of Greek
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
κάμπτρα — κάμπτρᾱ , κάμπτρα case fem nom/voc/acc dual κάμπτρᾱ , κάμπτρα case fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κάμπτρον turningpoint neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)