-
41 γυῖον
γυῖον: only pl., joints, ποδῶν γυῖα, Il. 13.512; then, limbs, members, γυῖα λέλυνται (see γόνυ), κάματος ὑπήλυθε γυῖα, γυῖα ἐλαφρὰ θεῖναι, Il. 5.122; ἐκ δέος εἵλετο γυίων, Od. 6.140.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γυῖον
-
42 δύνω
δύνω and δύω, fut. δύσω, ipf. δῦνε, iter. δύσκε, aor. 1 ἔδῦσα, aor. 2 ἔδῦν, δῦ, subj. δύω, opt. δύη, inf. δῦναι, δύμεναι, part. δύντα, perf. δέδῦκε, mid. δύομαι, fut. δύσομαι, aor. ἐδύσατο, δύσετο, opt. δῦσαίατο: go into or among, enter, and (apparently trans.) put on, don, χιτῶνα, τεῦχεα, θώρηκα, and with prepositions; with reference to place the verb is either abs. (ἠέλιος δ' ἄῤ ἐδῦ, δύσετο δ ἠέλιος, set), or foll. by acc. of limit of motion, or by prepositions (εἰς, εἴσω, ἐν); freq. πόλεμον, μάχην, ὅμῖλον, so χθόνα δύμεναι, δῦτε θαλάσσης εὐρέα κόλπον, Il. 18.140; δόμον Ἄιδος εἴσω, Il. 3.322; and of persons, δύσεο δὲ μνηστῆρας, Od. 17.276, etc.; met., of feelings, κάματος γυῖα δέδῦκεν, Il. 5.811; Μελέαγρον ἔδῦ χόλος, Il. 9.553; ἐν (adv.) δέ οἱ ἦτορ δῦν' ἄχος, Il. 19.367; fut. act. and aor. 1 act. are trans., ἀπὸ (adv.) μὲν φίλα εἵματα δύσω (σέ), Il. 2.261 ; ἐκ μέν με εἵματ' ἔδῦσαν, ‘stripped’ me of, Od. 14.341.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δύνω
-
43 θυμοφθόρος
θυμο-φθόρος ( φθείρω): life-destroying, deadly; σήματα, ‘of fatal import,’ Il. 6.169 ; φάρμακα, Od. 2.329; ‘inhuman,’ Od. 19.323; ‘heart - wasting,’ ἄχος, κάματος, δ , Od. 10.363.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θυμοφθόρος
-
44 ἱκνέομαι
ἱκνέομαι ( ἵκω), part. ἱκνεύμεναι, ipf. ἱκνεύμεσθα, fut. ἵξομαι, aor. ι̌̄́κόμην, 2 sing. ι̌̄́̓κευ (ῖ when with augment): come to, arrive at, reach, w. acc., also with praep.; ‘return,’ when the context gives this sense, Od. 23.151; esp. ‘approach as suppliant,’ ‘supplicate,’ Il. 14.260, Il. 22.123, Od. 9.267; met., ποθή, κάματος, σέβας, τί σε φρένας ἵκετο πένθος; Il. 1.362.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἱκνέομαι
-
45 πολυάῖξ
πολυ-άῖξ, ῖκος ( ἆίσσω): much-darting or rushing, impetuous; κάματος, weariness ‘caused by impetuosity in fighting,’ Il. 5.811.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολυάῖξ
См. также в других словарях:
κάματος — toil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek
κάματος — ο κόπωση, κούραση: Έπεσε κάτω από τον κάματο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμάτοιο — κάματος toil masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτοις — κάματος toil masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτοισι — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτοισιν — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτου — κάματος toil masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτους — κάματος toil masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτων — κάματος toil masc gen pl καματάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καματάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτως — κάματος toil masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)