Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κάλτσες

  • 1 κάλτσες

    чорапи

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κάλτσες

  • 2 чулки

    -лок, πλθ. (ενκ. чулок, -лка α.) κάλτσες γυναικείες•

    шлковые чулки μεταξωτές κάλτσες•

    шерстяные чулки μάλλινες κάλτσες•

    капроновые чулки κάλτσες νάυλον•

    пара -лок ζευγάρι κάλτσες.

    || ετερόχρωμο μαλλί του κάτω μέρους των ποδιών του αλόγου (σαν κάλτσες).

    Большой русско-греческий словарь > чулки

  • 3 носок

    носок м 1) (кончик) η μύτη ( ποδιού, παπουτσιού) 2) мн.: \носоккй οι κάλτσες ( ανδρικές), τα σοσόνια
    * * *
    м
    1) ( кончик) η μύτη (ποδιού, παπουτσιού)
    2) мн. носки́ οι κάλτσες (ανδρικές), τα σοσόνια

    Русско-греческий словарь > носок

  • 4 чулки

    чулки м мн. οι κάλτσες
    * * *
    с мн.
    οι κάλτσες

    Русско-греческий словарь > чулки

  • 5 чулок

    чул||о'к
    м ἡ κάλτσα:
    капроновые \чулокки́ οἱ κάλτσες νάιλον шерстяные \чулокки́ οἱ μάλλινες κάλτσες· ◊ синий \чулок ἡ λογι-ώτατη, ἡ λογία κυρία.

    Русско-новогреческий словарь > чулок

  • 6 пара

    θ.
    1. ζευγάρι, ζεύγος•

    пара чулок ζευγάρι (γυναικείες) κάλτσες•

    пара носков ζευγάρι (ανδρικές) κάλτσες•

    пара сапог ζευγάρι μπότες.

    || αντικείμενο αποτελούμενο από δύο ίσα μέρη•

    пара ножниц το ψαλίδι•

    пара брюк το παντελόνι.

    2. κοστούμι ανδρικό (σακκάκι, παντελόνι)•

    он пришл в новой -е αυτός ήρθε με καινούργιο κοστούμι.

    3. ζευγάρι ζευγμένων αλόγων αμάξι με δυό άλογα.
    4. огю πρόσωπα μαζί•

    влюблнная пара αγαπημένο ζευγάρι•

    танцующие -ы τα ζευγάρια του χορού.

    || ως επίρ. -ами κατά ζευγάρια, δυό-δυό•

    мы гуляли -ами εμείς κάναμε περίπατο κατά ζευγάρια.

    || ταίρι.
    5. ως κατηγ. ταιριάζω. || δυό•

    можно сказать -у слов? μπορώ να πω δυό λόγια;•

    можно оторвать вас на -у минут? μπορώ να σας απασχολήσω για δυό λεφτά;

    εκφρ.
    в -ы – κατά δυάδες, ανα δυό,. δυό-δυό, κατά ζευγάρια•
    в -еκ. на -у μαζί, ομού, οι δυό μαζί, ζευγαρωτά•
    пара пустяков – (απλ.) είναι εύκολο (για εκτέλεση), δεν είναι τίποτε•
    два сапога – ένα και το ίδιο, παρ τον έναν, χτύπα τον άλλον, του ίδιου φυράματος• κύλισε ο τέντζερης κ. βρήκε το καπάκι.

    Большой русско-греческий словарь > пара

  • 7 босой

    босо́||й
    прил ξυπόλυτος, ἀνυπόδητος' ◊ на босу ногу ξεκάλτσωτος, χωρίς κάλτσες.

    Русско-новогреческий словарь > босой

  • 8 натягивать

    натягивать
    несов
    1. τανύω, τεντώνω:
    \натягивать лук τανύω τό τόξο· \натягивать вожжи τραβώ τά γκέμια·
    2. разг (на себя) βάζω, φοράω:
    \натягивать чулки́ βάζω τίς κάλτσες.

    Русско-новогреческий словарь > натягивать

  • 9 носки

    носки́
    мн. (ед. носо́к м) οἱ κάλτσες.

    Русско-новогреческий словарь > носки

  • 10 пара

    пар||а
    ж ι, (о предметах и о людях) τό ζεῦγος, τή ζεϋγάρι:
    \пара чулок ζευγάρι γυναικείες κάλτσες· супру́жеская \пара τό συζυγικό ζεβγος·
    2. (костюм) τό κοστούμι-◊ \пара сил тех. ζεῦγος δυνάμεων· на \парау слов νά σο6 είπῶ δυό λόγια· два сапога \пара погов. πάρε τόν ἕνα χτύπα τόν ἄλλον.

    Русско-новогреческий словарь > пара

  • 11 теплый

    тепл||ый
    прил
    1. θερμός, χλιαρός/ γλυκός (тк. о погоде):
    \теплыйая комната τό θερμό δωμάτιο· \теплыйое молоко́ τό ζεστό γάλα· \теплыйые чулки οἱ ζεστές κάλτσες· \теплый день ἡ ζεστή μέρα·
    2. перен (сердечный) ἐγκάρδιος, θερμός:
    \теплыйое чу́вство τό θερμό αίσθημα· \теплый прием ἡ ἐγκάρδια ὑποδοχή·
    3. (о цвете, звуке, запахе) ζεστός, θερμός:
    \теплыйые краски, тона τά ζεστά χρώματα· ◊ \теплыйое местечко ирон. ἡ ζεστή θεσούλα· \теплыйая компания ирон. ἡ βρωμοπα-ρέα

    Русско-новогреческий словарь > теплый

  • 12 шелковый

    шелков||ый
    прил μεταξωτός:
    \шелковыйые чулки οἱ μεταξωτές κάλτσες· \шелковыйая ткань τό μεταξωτό ὕφασμα· ◊ он стал как \шелковый ἔγινε σάν ἀρνάκι.

    Русско-новогреческий словарь > шелковый

  • 13 ζευγάρι

    1. τό
    1) пара (предметов);

    ένα ζευγάρι κάλτσες — пара чулок;

    2) пара, чета;

    ταιριαστό ζευγάρι — подходящая пара;

    3) парная запряжка;
    4) пахота;

    κάνω ( — или είμαι στο) ζευγάρι — пахать;

    5) зевгари (мера земли);
    2. επίρρ. парами, попарно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ζευγάρι

  • 14 κρεατής

    ιά, ί телесный, тельный (о цвете);

    κάλτσες κρεατιές — чулки телесного цвета

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κρεατής

  • 15 ξανάστροφη

    η
    1) изнанка;

    φορώ τίς κάλτσες μου από την ξανάστροφη — надевать чулки наизнанку;

    2) удар тыльной стороной руки;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξανάστροφη

  • 16 hose

    [həuz] 1.
    1) ((also hosepipe) a rubber, plastic etc tube which bends and which is used to carry water etc: a garden hose; a fireman's hose.) μάνικα,λάστιχο
    2) (an older word for stockings or socks: woollen hose.) κάλτσες
    2. verb
    (to apply water to by means of a hose: I'll go and hose the garden/car.) ποτίζω/καταβρέχω με το λάστιχο
    - hose reel
    - hose down

    English-Greek dictionary > hose

  • 17 hosiery

    ['həuziəri]
    noun (knitted goods, especially stockings, socks and tights.) κάλτσες και πλεκτά είδη

    English-Greek dictionary > hosiery

  • 18 nylons

    noun plural (stockings made of nylon: three pairs of nylons.) νάιλον κάλτσες

    English-Greek dictionary > nylons

  • 19 носки

    [νασκί] ουσ. κληθ. κάλτσες

    Русско-греческий новый словарь > носки

  • 20 носки

    [νασκί] ουσ πληθ κάλτσες

    Русско-эллинский словарь > носки

См. также в других словарях:

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κάλτσωμα — το [καλτσώνω] η ενέργεια τού καλτσώνω, τό να βάζει ένας κάλτσες σε κάποιον ή να φορεί ο ίδιος κάλτσες …   Dictionary of Greek

  • Φερόες — Αρχιπέλαγος της Βόρειας Ευρώπης που ανήκει πολιτικά στη Δανία. Από το 1948 όμως έχει διοικητική αυτονομία και δικό του Κοινοβούλιο (Lagting). Αποτελείται από 22 μεγαλύτερα νησιά, από τα οποία μόνο 17 είναι κατοικημένα, και από πολυάριθμα άλλα… …   Dictionary of Greek

  • ξεκαλτσώνω — ξεκάλτσωσα, ξεκαλτσώθηκα, ξεκαλτσωμένος 1. αφαιρώ, βγάζω τις κάλτσες κάποιου. 2. το μέσ., ξεκαλτσώνομαι βγάζω τις κάλτσες μου: Ξεκαλτσώθηκα και μπήκα στα νερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Cypriot Greek — This article is about the modern Greek dialect of Cyprus. For the ancient Greek dialect, see Arcadocypriot. History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) …   Wikipedia

  • Πανταλόνε — Βενετσιάνικο πρόσωπο της Kομέντια ντελ άρτε που αποδίδει τον τύπο ενός γέροντα εμπόρου, συνήθως φιλάργυρου. Αρχικά (αναφέρεται σε κείμενα ήδη προς το τέλος το 16ου αι.) το πρόσωπο ήταν γνωστό και με τη γενική ονομασία Μανίφικο (θαυμάσιος)·… …   Dictionary of Greek

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • ακάλτσωτος — η, ο (και ακάρτσωτος, η, ο) [καλτσώνω] 1. αυτός που δεν φοράει κάλτσες, ξεκάλτσωτος 2. συνεκδ. ο ξυπόλυτος, ο πάμφτωχος 3. (πτηνό) που δεν έχει πούπουλα στα πόδια «κότα ακάλτσωτη» …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοποδαριάζω — [αλλαξοποδαριά] 1. επιδιορθώνω τις κάλτσες στην πατούσα τους 2. αλλάζω δρόμο, αλλαξοδρομώ …   Dictionary of Greek

  • αμαντάριστος — η, ο [μαντάρω] (για ρούχα, κάλτσες κ.λπ.) αυτός που δεν μονταρίστηκε, δεν ράφτηκε σε μέρος φθαρμένο ή σκισμένο …   Dictionary of Greek

  • καλτσάτος — η, ο αυτός που φορεί κάλτσες, καλτσωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλτσα + κατάλ. άτος) πρβλ. κουδουν άτος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»