Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κάλλιχθυς

См. также в других словарях:

  • κάλλιχθυς — (Callichthys). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των σιλουριδών. Περιλαμβάνει ψάρια μετρίου μεγέθους, που έχουν σε κάθε πλευρά δύο σειρές από σκληρά λέπια, τα οποία σχηματίζουν σκληρό θώρακα. Έχουν κοντό ραχιαίο πτερύγιο, μικρό στόμα και… …   Dictionary of Greek

  • ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… …   Dictionary of Greek

  • σιλουρίδες — (Siurides). Οικογένεια ψαριών του γλυκού ή του αλμυρού νερού, που ζουν σε όλη σχεδόν την υδρόγειο, γνωστά και με την ονομασία γατόψαρα. Τα ψάρια της οικογένειας αυτής έχουν πλατύ κεφάλι, σκεπασμένο με δερμικές πλάκες, μάτια μικρά, και γύρω από το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»