-
1 κάλαφος
κάλαφοςmasc nom sg -
2 κάλαφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάλαφος
-
3 ἀσκάλαφος
Grammatical information: m.Meaning: name of an unknown bird, perhaps an owl (Arist.; s. Thompson Birds s. v.). Also PN (Il.).Other forms: Also κάλαφος ἀσκάλαφος. Μάγνητες H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The suffix - φος in animal names is well known. Clearly a substr. word.Page in Frisk: 1,163Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀσκάλαφος
См. также в других словарях:
κάλαφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
ασκάλαφος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς των Μινυών του Ορχομενού, γιος του Άρη και της Αστυόχης. Μαζί με τον αδελφό του Ιαλμενό, ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ελένης. Έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και στον Τρωικό πόλεμο. Αντιμετώπισε … Dictionary of Greek