Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κάκαλα

См. также в других словарях:

  • κάκαλα — κάκαλον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδοκάκκη — και εσφ. γρφ ποδοκάκη, η, ΜΑ ξύλινο όργανο βασανισμού, με το οποίο δένονταν τα πόδια τών καταδίκων για τιμωρία ή τών δούλων για να μην αποδράσουν («δεδέσθαι δ ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἡμέρας πέντε τὸν πόδα, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία», Νομ., Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • kenk-1 —     kenk 1     English meaning: to bind, girdle     Deutsche Übersetzung: “gũrten, umbinden, anbinden”     Material: O.Ind. káñcatē (Dhatup.) “binds”, kañcuka m. “Panzer, Wams, Mieder”, küñ cī f. “belt, girdle”; Gk. κιγκλίς “Gitter” (to ι from …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»