-
1 κάθ-ομα
κάθ-ομα, = Folgdm, Sp.
-
2 ὁμός
A one and the same, common, joint,οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁ. θρόος Il.4.437
;ὁ. γένος 13.354
;ὁμὴ σορός 23.91
, IG14.2469.10 ;ὁ. τιμή Il.24.57
;ὁ. αἶσα 15.209
;ὁ. νεῖκος 13.333
;ὁ. ὀϊζύς Od.17.563
;ὁ. λέχος Il.8.291
, Hes. Th. 508 ;ὁμὰ χθών IG14.1721
; οὐ καθ' ὁμὰ φρονέοντε not of one mind, Hes.Sc.50 ; unite,Parm.
8.47 : c. gen.,ἑτέρων ἴχνια μὴ καθ' ὁμὰ δίφρον ἐλᾶν Call.Aet.Oxy.2079.26
. (Cf. Skt. samá-, Goth. sama 'the same', cogn. with εἷς.) -
3 κάθομα
См. также в других словарях:
ομός — ὁμός, ή, όν (Α) 1. όμοιος, ενωμένος, κοινός («ὁμὴν ἀνεδέγμεθ ὀιζύν» περάσαμε κοινή δυστυχία, Ομ. Οδ.) 2. φρ. «ἱκνοῡμαι εἰς όμόν» γίνομαι κοινός, ενώνομαι β) «καθ ὁμά» ομοίως. επίρρ... ὁμῶς (Α) 1. κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως 2. σε ίσα μέρη.… … Dictionary of Greek