-
1 κάθαμμα
κάθαμμαknot: neut nom /voc /acc sg -
2 κάθαμμα
A knot: metaph.,κ. λύειν λόγου (dub.l.) to solve a knotty point, E.Hipp. 671 (lyr.); κ. λύειν, proverb from the Gordian knot, to overcome a difficulty, Zen.4.46, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθαμμα
-
3 καθάμματα
κάθαμμαknot: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
κάθαμμα — knot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθαμμα — το (Α κάθαμμα) το μέσο με το οποίο δένεται κάτι, δεσμός, δέσιμο, κόμπος αρχ. 1. μτφ. περιπλοκή, μπέρδεμα («κάθαμμα λύειν λόγου» να λύνεις περίπλοκο ζήτημα, Ευρ.) 2. παροιμ. «κάθαμμα λύεις» για κάποιον που επιχειρεί κάτι δύσκολο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καθάμματα — κάθαμμα knot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαμματίζω — (Α) [κάθαμμα] σχηματίζω κόμπο, κουμπώνω, δένω … Dictionary of Greek