-
1 Ιάν
-
2 Ἰάν
-
3 ιαν
-
4 Ιαν
Ἰᾶνος ὅ иониец Aesch. -
5 Ίαν
-
6 Ἴαν
-
7 ίαν
-
8 ἴαν
-
9 ιάν
-
10 ἰάν
-
11 Ἰάν
-
12 ίαν
ίᾱν, κερατέαfem acc sg (attic doric aeolic) -
13 ἀντιλογία
ἀντιλογ-ία, ἡ,A contradiction, controversy,ἀ. χρησμῶν πέρι λέγειν Hdt.8.77
; ἡμέας.. ἐς ἀ. παρέξομεν will offer ourselves to argue the point, Id.9.87; ἐδόκεον ἀντιλογίης κυρήσειν expected to be allowed to argue it, ib.88;εἰς -ίαν κατέστησαν Lys.Fr.75.1
;- ίας ἅπτεσθαι Pl.R. 454b
;ἐς -ίαν τινί γενέσθαι Th.1.73
;ἀ. καί λοιδορία D.40.32
; ἀντιλογίαν ἔχει it is open to contradiction, Arist.Rh. 1418b25, cf. 1414b3: in pl., opposing arguments, Ar.Ra. 775;δι' ἀντιλογιῶν καταλλαγῆναι Th.4.59
;ἀ. πρός τινα X.HG6.3.20
;ἐς -ίαν ἐλθεῖν Th.1.31
; ἀντιλογίαν ἐν αὑτῷ ἔχειν to have grounds for defence in itself, Id.2.87; ἄνευ -ίας without dispute, BGU1133.15 (Aug.),etc.2 later, quarrel, dispute, PPetr.2p.56(iii B.C.), PGrenf. 1.38.8 (ii/i B.C.), Ep.Hebr. 12.3, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιλογία
-
14 ἰά
ἰά, ἡ, ion. ἰή, Geschrei, Ruf, VLL. φωνὴ καὶ βοή; von lebenden Wesen, κακομέλετον ἰὰν ϑρηνητῆρος πέμψω Aesch. Pers. 899; von leblosen, σύριγγος ἰάν, Klang, Eur. Rhes. 553; bei Her. 1, 85 im Orak. πολύευκτον ἰὴν ( vulg. ἴην) παιδὸς ἀκούειν.
-
15 ια
I.ἰάIион. ἰή (ῐ) ἥ голос, вопль(θρηνητῆρος Aesch.)
ἰ. παιδός Her. — лепет ребенка;ἰ. σύριγγος Eur. — звук свирелиIIII.ἴαIIIἴα γῆρυς Hom. — один голос;
τέν ἴαν (sc. μοῖραν) Hom. — одну часть -
16 Ιάνων
-
17 Ἰάνων
-
18 ξένιος
ξένιος, ξείνιος (ξενίου; -ίαν, -ιον acc.: ξεινίου; -ίαν, -ίαις; -ια acc.)aφίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.23
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
transf., πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς (= τοὺς Διοσκούρους)ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
II epith. of Zeus, as guardian of the rights of guests.Σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος Θέμις O. 8.21
ξεινίου πατρὸς χόλον δείσαις N. 5.33
καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις N. 11.8
b of, with a stranger καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον (cf. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου v. 25) P. 3.32c n. pro subs., gift of hospitality (from host to guest or vice versa.) “ ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευε δοῦναι” P. 4.35 pl., “ θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” P. 4.22 αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος ξείνἰ ἁρμόζοντα τεύχων i. e. gifts from guests who had come to his home P. 4.129 -
19 ξείνιος
ξένιος, ξείνιος (ξενίου; -ίαν, -ιον acc.: ξεινίου; -ίαν, -ίαις; -ια acc.)aφίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.23
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
transf., πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς (= τοὺς Διοσκούρους)ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
II epith. of Zeus, as guardian of the rights of guests.Σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος Θέμις O. 8.21
ξεινίου πατρὸς χόλον δείσαις N. 5.33
καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις N. 11.8
b of, with a stranger καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον (cf. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου v. 25) P. 3.32c n. pro subs., gift of hospitality (from host to guest or vice versa.) “ ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευε δοῦναι” P. 4.35 pl., “ θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” P. 4.22 αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος ξείνἰ ἁρμόζοντα τεύχων i. e. gifts from guests who had come to his home P. 4.129 -
20 αἱμορυγχιάω
A have a bloody snout, Hermipp.80 (better taken as Subst. [suff] αἱμο-ίας, ου, ὁ, reading - ίαν for - ιᾶν).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμορυγχιάω
См. также в других словарях:
Ιάν — Ίάν, ᾱνος, ὁ (Α) (συνηρ. τ. τού Ιάων) αυτός που προέρχεται από την Ιωνία, ο Ίωνας … Dictionary of Greek
Ἰάν — Ἰά̱ν , Ἰάν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάν — ἰά̱ν , ἰά voice fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴαν — Ἴᾱν , Ἴης masc acc sg (attic epic doric aeolic) Ἴης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴαν — ἴᾱν , εἷς sem fem acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαν — ίᾱν , κερατέα fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακ Κέλεν, Ίαν Μάρεϊ — (Sir Ian Murray McKellen, Μπέρνλι 1939 –). Βρετανός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ανήκει στους λιγοστούς εκείνους ταλαντούχους ερμηνευτές που έγιναν γνωστοί σε ολόκληρο τον κόσμο πρώτα από τη θεατρική σκηνή και αργότερα από την… … Dictionary of Greek
Φλέμινγκ, Λάνκαστερ Ίαν — (Fleming, Λονδίνο 1909 – Καντέρμπουρι 1964). Άγγλος συγγραφέας. Ήταν δημοσιογράφος και από την πείρα του πάνω στην αντικατασκοπία εμπνεύστηκε μυθιστορήματα με ήρωα τον γνωστό μας Τζέιμς Μποντ. Στα έργα του παρουσιάζει φανταστικές περιπτώσεις και… … Dictionary of Greek
Ἰᾶνας — Ἰάν masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰᾶσι — Ἰάν masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰᾶσιν — Ἰάν masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)