-
1 вирусный
-
2 вирусный
вирус||ныйприл мед. ἰώδης, δηλητηριώδης, τοῦ ίοῦ. -
3 сиреневый
сиреневыйприл λιλός, μενεξεδἡς, ἰώδης. -
4 фиолетовый
фиолетовыйприл βιολέτ, μενεξεδένιος, μενεξεδής, Ιώδης. -
5 сиреневый
[σιριένιβυΐ] επ. ιώδης -
6 фиолетовый
[φιαλιέταβυΤ] εκ. ιώδης -
7 сиреневый
[σιριένιβυϊ] επ ιώδης -
8 фиолетовый
[φιαλιέταβυΤ] επ ιώδης -
9 вирусный
επ.του ιού, μικροβιακός,ί-ιώδης. -
10 дизентерийный
επ.δυσεντερικός, -ιώδης. -
11 лиловый
επ.μενεξεδένιος, χρώματος αγιουλί, ιώδης. -
12 начальный
επ.1. αρχικός•начальный период αρχική περίοδος•
-ая скорость αρχική ταχύτητα•
-ые буквы τα αρχικά γράμματα.
|| πρώτος•-ая глава романа το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος.
2. στόχε ιώδης, πρωταρχικός, ουσιώδης•-ое образование στοιχειώδης μόρφωση•
-ая школа δημοτικό σχολείο•
-ые классы οι τάζεις του δημοτικού σχολείου•
-ые основания геометрии στοιχειώδης γεωμετρία ή τα στοιχεία της γεωμετρίας.
3. παλ. βλ. начальник. -
13 неистовый
επ., βρ: -тов, -а, -оμανιασμένος, -ιώδης, φρενιτικός, φρενιτιώδης• ορμητικός, παράφορος• έξαλλος, αφηνιασμένος. -
14 сиреневый
επ.1. της πασχαλιάς.2. μενεξεδένιος, λ-ιλός, ιώδης. -
15 фаза
-ы θ.φάση• όψη• εμφάνιση• μορφή•фаза луны η φάση της σελήνης•
газообразная фаза α-ερ ιώδης φάση•
житкая фаза υγρή φάση•
социализм фаза первая фаза коммунизма ο σοσιαλισμός είναι η πρώτη φάση του κομμουνισμού•
вступить в новую -у μπαίνω σε νέα φάση•
электрическая фаза ηλεκτρική φάση.
-
16 фиолетовый
επ.ιόχρωμος, ιοβαφής, ιώδης, βιολέ, μενεξεδής, -ένιος, αγιουλής. -
17 химический
επ.χημικός•химический факультет χημική σχολή•
-ие элементы χημικά στοιχεία•
-ие изменения χημικές αλλοιώσεις•
-ая реакция η χημική αντίδραση•
химический метод исследования χημική μέθοδος έρευνας•
-ая лаборатория το χημείο•
химический анализ χημική ανάλυση•
химический состав η χημική σύσταση•
-ие удобрения χημικά λιπάσματα•
-ие продукты χημικά προίόντα•
-ая воина χημικός πόλεμος•
-ое оружие χημικό όπλο.
εκφρ.химический карандаш – μελανί μολύβι•- ие чернила – ιόχρωμη (ιώδης) μελάνη. -
18 ядовитый
επ., βρ: -вит, -а, -о.1. δηλητηριώδης, φαρμακερός, ιώδης• ιοβόλος•-ое вещество δηλητηριώδης ουσία•
-ые газы δηλητηριώδη αέρια•
ядовитый гриб δηλητηριώδες μανιτάρι•
-ая змея δηλητηριώδες φίδι.
2. μτφ. κακός, μοχθηρός, κακεντρεχής•ядовитый язык φαρμακερή γλώσσα•
-ое слово φαρμακερή λέξη•
ядовитый человек άνθρωπος κακεντρεχής, όλο κακία•
-ая улыбка φαρμακερό χαμόγελο.
3. μτφ. φανταχτερός, χτυπητός (για χρώμα).
См. также в других словарях:
ἰώδης — like verdigris masc/fem acc pl (attic epic doric) ἰώδης like verdigris masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἰώδης like verdigris masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιώδης — (I) ες (Α ἰῶδης, ες) [ίον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιόχρους, μενεξεδής 2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδες α) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη τού ερυθρού και τού κυανού, ως οπτικών αισθημάτων β) είδος τών ιωδών χρωστικών, με… … Dictionary of Greek
ιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει το χρώμα του ίου, μενεξεδένιος: Ιώδες χρώμα. – Ιώδης απόχρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰώδει — ἰώδης like verdigris masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἰώδης like verdigris masc/fem/neut dat sg ἰώδεϊ , ἰώδης like verdigris dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰώδη — ἰώδης like verdigris neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰώδης like verdigris masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰώδης like verdigris masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰῶδες — ἰώδης like verdigris masc/fem voc sg ἰώδης like verdigris neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰώδεα — ἰώδης like verdigris neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰώδης like verdigris masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰώδεις — ἰώδης like verdigris masc/fem acc pl ἰώδης like verdigris masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωδέστερα — ἰώδης like verdigris neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωδέστεραι — ἰώδης like verdigris fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωδῶν — ἰώδης like verdigris masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)