-
1 вничью
вничью ισόπαλα· игра закончилась \вничью το παιχνίδι τέλειωσε ισόπαλο* * *игра́ зако́нчилась вничью́ — το παιχνίδι τέλειωσε ισόπαλο
-
2 вничью
вничьюнареч ἰσόπαλα, ἡ ἰσοπαλία:сыграть \вничью ἐρχομαι ἰσόπαλος· соревнование закончилось \вничью ὁ ἀγώνας ἐληξε μέ ἰσοπαλία. -
3 вничью
[βνιτσ'γισύ] εκίρ. ισόπαλα -
4 вничью
[βνιτσ'γισύ] επίρ ισόπαλα -
5 вничью
επίρ.ισόπαλα, με ισοπαλία•игра закончилась вничью το παιγνίδι τέλειωσε με ισοπαλία.
См. также в других словарях:
ισόπαλος — η, ο (Α ισόπαλος, ον) ίσος με άλλον στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα νεοελλ. ισάξιος με άλλον, ισοδύναμος, εφάμιλλος. επίρρ... ισοπάλως και ισόπαλα (Α ἰσοπάλως) με ισοπαλία, με ίση επίδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παλος (< πάλη), πρβλ. αντί παλος … Dictionary of Greek