-
81 φυσις
1) природные свойства, природа, характер(Αἰγύπτου Her.; ἥ εὐγενές φ. Soph.; αἱ φύσεις τῶν πολιτειῶν Isocr.)
μορφῆς φ. Aesch. — наружность;φύσεως ἰσχύς Thuc. — сила характера;φ. τῆς ψυχῆς Xen. — душевные качества;ἥ τοῦ αἵματος φ. Arst. — природные свойства крови;τῇ φύσει χρώμενος Plut. — следуя (своей) натуре;αἱ τοιαῦται φύσεις Soph. — подобные натуры (ср. 6)2) природа, естествоἡ τῶν πάντων φ. Xen. — вся природа, вселенная;
φύσει, οὐ νόμῳ Plat. — по природе, а не в силу (человеческого) установления;περὴ φύσεως ἄττα διερωτᾶν Plat. — расспрашивать о разных явлениях природы;οἱ περὴ φύσεως Arst. — естествоиспытатели;φύσει ἦν, ὥσπερ τὸ βαδίζειν Xen. — это было (столь же) естественно, как хождение;κατὰ φύσιν Plat. — согласно природе;παρὰ φύσιν Thuc. — вопреки природе;ὃ φύσιν ἔχει γίνεσθαι Polyb. — что обыкновенно бывает;οὐ γὰρ ἔχει φύσιν Plut. — ведь невозможно;κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι ; Her. — как возможно, чтобы (Геракл) перебил (такое) множество людей?3) вещество, материалκλίνης φ. τὸ ξύλον, ἀνδριάντος δ΄ ὅ χαλκός Arst. — вещество ложа - дерево, а статуи - медь
4) наружный вид, внешностьφύσιν τίν΄ εἶχε ; Soph. — какова была его наружность?
5) род, природаθνητέ φ. Soph. — род смертных, т.е. человеческий род;
ἥ τῶν θηλειῶν φ. Xen. — женский пол, женщины;πόντου εἰναλία φ. Soph. — животный мир морей;ἥ φ. τῶν πεζῶν (sc. ζῷων) Arst. — класс наземных животных6) создание, творение, существо, тварьφύσεις καρποφοροῦσαι Diod. — плодоносящие существа, т.е. растения;
7) происхождение, рождениеἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν ἔκ τε μητρός Soph. — (дочь) того же отца и той же матери;
φύσει νεώτερος Soph. — младший по рождению, т.е. годами;ἣ φύσει ἦν βασίλεια Soph. — которая была царственного происхождения;ὅ κατὰ φύσιν πατήρ Polyb. — родной отец8) (иногда описательно, для подчеркивания сущности предмета)καὴ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ΄ ὀργάνειας Soph. — ведь и самый камень ты мог бы вывести из терпения;
ἥ ὑγιείας φ. Plat. — самое здоровье, т.е. здоровье как таковое;πρὸς αἵματος φύσιν τις Soph. кто-л. — близкий по крови -
82 ваттность
η ισχύς σε βατη κατανάλωση σε βατРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ваттность
-
83 вольт-ампер
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вольт-ампер
-
84 действие
1. (деятельность, работа, функционирование) η λειτουργί/αη ενέργεια, η δράσηη κίνηση, η πράξηнаходиться в - и βρίσκομαι σε κίνηση/λειτουργία- рычага η μόχλωση, η μόχλευση2. (результат, эффект) η επίδραση, το αποτέλεσμαответное - η ανταπόκριση, η αντίδρασηотравляющее - η δηλητηρίαση, η τοξική παρενέργειαпоражающее - βλαβερή -, η προσβολή, разрушающее - καταστρεπτική -, разъедающее - διαβρωτική -, - силы тяжести - της δύναμης της βαρύτητας, тепловое - θερμική -ударное - της κρούσης, η κρούση3. (функционирование) η λειτουργία, η απόδοση, η επίδοση 4. мат. η πράξη 5. (поступок) η πράξη 6. (договора, соглашения) η ισχύςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > действие
-
85 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
86 маломощность
η μικρή ισχύς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маломощность
-
87 мощность
1. (физическая величина) η ισχύς, η δύναμηбуксировочная мор. - της ρυμούλκησης" короткого замыкания - του βραχυκυκλώματος- на испытании мор. - στις δοκιμές, δοκιμαστική -поглощаемая (изм.) - απορροφημένη -полезная - ωφέλιμη -, πραγματική -потребляемая - καταναλισκομένη -, καταναλωμένη -тормозная - του φρένου/της πέδηςэффективная - ωφέλιμος -, πραγματική -2. (производственная) οι δυνατότητες της εγκατάστασηςη παραγωγική ικανότηταпроизводственная - της παραγωγής, η εγκατάσταση της παραγωγής3. (горных пород) το πάχος 4. -И (ΜΗ.) (объекты) οι εγκαταστάσεις (πλ.)производственные - παραγωγικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мощность
-
88 потенция
η δυναμικότητα, η ισχύς, η δραστικότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потенция
-
89 правильность
1. (отсутствие ошибок) η ορθότητα, το σωστό 2. (единообразность) η κανονικότητα, η ομαλότητα 3. (данных) вчт. η εγκυρότητα, η ισχύς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правильность
-
90 предприятие
η επιχείρησ/η, το εργοστάσιοубыточное - ασύμφορη -, μη επικερδής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предприятие
-
91 работоспособность
(человека) η ικανότητα για δουλειά/εργασία (του ανθρώπου)(машины) η δυνατότητα λειτουργίας (μηχανισμού, μηχανής κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работоспособность
-
92 разрешение
1. (официальный документ) η (έγγραφος) άδει/αсрок действия - я διορία/ισχύς - ας2.(способность различать объекты расположенные близко друг от друга) η διακριτική/διαχωριστική ικανότηταидеальное - άπειρος -., ιδανική -3. (задачи, проблемы и т.п.) η λύση, η επίλυση, ο διακανονισμός, η διευθέτηση 4. (позволение) η άδεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрешение
-
93 форсаж
η αύξηση ισχύς, η υπερσυμπίεση, η ενδυνάμωση, το φορτσάρισμα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > форсаж
-
94 холодопроизводительность
η ψυκτική ισχύςη παραγωγικότητα ψύξηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > холодопроизводительность
-
95 влияние
влия||ниес1. (воздействие) ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐπίδραση [-ις], ἡ ἐπενέργεμα:оказывать \влияние ἐξασκῶ ἐπίδραση, ἐπιδρώ, ἐπηρεάζω, ἐπενεργώ· поддаваться \влияниению ἐπηρεάζομαι, ὑφίσταμαι τήν ἐπίδραση·2. (сила авторитета) ἡ ἐπιρροή, τό κϋρος, ἡ ίσχύς, ἡ αὐθεντία:человек с большим \влияниением ἄνθρωπος μέ μεγάλο κύρος (или μέ μεγάλην ίσχύν)· пользоваться \влияниением ἔχω ἐπιρροή, ἔχω κύρος. -
96 годность
годн||остьж ἡ καταλληλότητα [-ης) / ἡ ἰκανότητα [-ης] (способность)/ τόἔγκυρο-Μ. ἡ ἰσχύς (билета и т. п.). -
97 действительный
действи́тельн||ыйприл1. πραγματικός, ἀληθινός:\действительныйая мощи́ость тех. ἡ πραγματική ίσχύς·2. (годный) ἐγκυρος, ισχύων:паспорт действителен на пять лет ἡ ταυτότητα ισχύει γιά πέντε χρόνια·3. (дающий результат) ἀποτελεσματικός, δραστικός' ◊ \действительныйый член (Академии и т. п.) τό τακτικό μέλος· \действительныйый залог грам. ἡ ἐνεργητική φωνή· \действительныйая (военная) служба ἡ ἐνεργός ὑπηρεσία. -
98 крепость
крепость I ж воен. τό φρούριο[ν], τό κάστρο. крепость II ж1. (прочность) ἡ στε-ρεότητα [-ης], ἡ ἀντοχή·2. (сила) ἡ δύ-ναμη [-ις1, ἡ ισχύς, ἡ ρώμη, ἡ ρωμαλεό-τητα[ης]:\крепость духа ἡ ἡθική δύναμη·3. (вина, раствора и т. п.) ἡ δύναμη [-ις], ἡ δραστικότητα [-ης].крепость III ж уст. τό συμφωνητι-κό[ν], τό συμβόλαιο[ν]:купчая \крепость τό πωλητήριο. -
99 могущество
могу́щест||вос ἡ ἰσχύς, ἡ δό-ναμη [-ις]. -
100 мочь
мочь Iнесов (быть в состоянии) μπορώ, δύναμαι:ничем не могу́ вам помочь δέν μπορώ νά σᾶς βοηθήσω σέ τίποτε· не могу́ понять δέν μπορώ νά καταλάβω· можете ли вы это сделать? Μπορείτε νά τό κάνετε αὐτό;· не могли́ бы вы...? δέν θά μπορούσατε νά...;· я ничего не могу́ сделать δέν μπορώ νά κάνω τίποτε· не могу́ поступить иначе δέν. μπορώ νά κάνω διαφορετικά· ◊ может быть, быть может ἰσως, μπορεί, πιθανόν, δνδεχόμενον может быть он уехал πιθανόν νά ἔφυγε· может быть я иеправ ίσως νά μήν ἔχω δίκαιο· не может быть! εἶναι ἀδύνατον!, δέν εἶναι δυνατόν!моч||ь II ж разг ἡ δύναμη [-ις], ἡ ἰσχύς:изо все́й \мочьн μ'όλα τά δυνατά, μ' ὅλη τή δύναμη, παντί σθένει· кричать изо всей \мочьи ξελαρυγγίζομαι νά φωνάζω· что есть \мочьи μ'ὅλες τίς δυνάμεις· \мочьи нет δέν ἀντέχω πιά, δέν βαστώ.
См. также в других словарях:
ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… … Dictionary of Greek
ισχύς — η γεν. ύος 1. δύναμη: Ισχύς του σώματος. – Ισχύς του έθνους. 2. δύναμη επιβολής, επιρροή: Δεν έχει καμία ισχύ στον υπουργό. 3. νομικό κύρος: Το συμβόλαιο αυτό δεν έχει ισχύ. – Τέθηκε σε ισχύ ο νόμος. 4. φυσικό μέγεθος που εκφράζει το έργο που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχύς — ἰσχύ̱ς , ἰσχύς strength fem acc pl ἰσχύς strength fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσχυς — Ἴσχῡς , Ἴσχυς masc/fem acc pl Ἴσχυς masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύας — ἰσχύς strength fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύες — ἰσχύς strength fem nom/voc pl ἰσχύ̱ε̄ς , ἰσχύω to be strong pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύν — ἰσχύς strength fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύος — ἰσχύς strength fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσχύων — Ἴσχυς gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύων — ἰσχύς strength fem gen pl ἰσχύ̱ων , ἰσχύω to be strong pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσχυε — Ἴσχυς nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)