-
21 ισχύς
la puixanc,a -
22 ισχύς
(ηλεκτρική) моќноcт(πχ. εγγράφου) важноcтГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ισχύς
-
23 ισχύς
force -
24 ισχύς
validityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ισχύς
-
25 ἰσχύς,-ύος
+ ἡ N 3 25-58-94-106-75=358 Gn 4,12; 31,6; 49,3; Ex 9,16; 15,6possessions Hos 7,9κατ᾽ ἰσχύν perforce Ex 32,18*2 Chr 3,17 Ἰσχύς strength-עז for MT בעז Boaz; *Is 47,5 ἰσχύς strength-גבורה for MT גברת lady; *Hos 6,9 ἰσχύς σου your strength-כחך for MT כחכי ambushing?; *Jb 4,2 ἰσχὺν δέ but the force-וערץ for MT ועצר but refrainsee ἴσχυσιςCf. GEHMAN 1951=1972 99; GRUNDMANN 1932; LE BOULLUEC 1989, 324; MURAOKA 1990b, 41-42;WALTERS 1973, 331; WEVERS 1990, 232; →NIDNTT; TWNT -
26 ισχύς εικόνας
jачина на cликатаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ισχύς εικόνας
-
27 ἄν-ισχυς
-
28 αιχμική
(ισχύς) η средняя мощность (радиопередатчика) -
29 yürürlük
ισχύς νόμου -
30 сила
1. (физическая величина) η δύ-ναμ/η, η ισχύςВан-дер-Ваальсовы - ы (межмолекулярного взаимодействия) - εις Βαν Ντε Βαλ (Van Der Waals), οι ασθενείς - ειςкуло-новская - κουλόμβ (Coulomb), ελκτική - ηλεκτρικής φύσης- απώθησηςподъёмная ав. - άντωσηςрабочая - εργατική -, το εργατικό προσωπικόразрешающая - η διαχωριστική/διακριτική ικανότητα- света η φωτεινή ισχύς, η ισχύς σε κηρίαтормозная - πέδησης/φρεναρίσμα-τος- тяги ав. - έλξης, προωθητική -2. (интенсивность, напряжённость) η ένταση 3. (правомочность) η ισχ/ύς 4. -ы мн. (материальное начало, часть общества и т.п.) οι δυνάμεις- природы - της φύσης, φυσικές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сила
-
31 Ίσχυ'
Ἴσχυα, Ἴσχυςneut nom /voc /acc plἼσχυα, Ἴσχυςmasc /fem acc sgἼσχυϊ, Ἴσχυςdat sgἼσχυε, Ἴσχυςnom /voc /acc dual -
32 Ἴσχυ'
Ἴσχυα, Ἴσχυςneut nom /voc /acc plἼσχυα, Ἴσχυςmasc /fem acc sgἼσχυϊ, Ἴσχυςdat sgἼσχυε, Ἴσχυςnom /voc /acc dual -
33 сила
-ы θ.1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•
богатырская сила ηράκλεια δύναμη•
напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.
|| μτφ. δύναμη πνευματική•душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•
умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•
сила характера δύναμη του χαρακτήρα.
2. βία•применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.
3. (τεχ.) ισχύς•сила машины ισχύς μηχανής•
падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•
центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•
сила тяжести η δύναμη του βάρους.
4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•сила государства ισχύς του κράτους•
сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•
покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•
сила слова η δύναμη του λόγου•
сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•
сила ветра η δύναμη του ανέμου•
сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•
неестественная -υπερφυσική δύναμη•
производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•
рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•
движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•
реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•
вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.
5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.
6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.εκφρ.в -у – δύσκολα, μετά βίας•в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•по -е возможности – κατά το δυνατό•под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•-ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•взять -у – κ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου. -
34 мощность
-и θ.1. δύναμη•мощность голоса δύναμη της φωνής.
2. πάχος, χόντρος.3. (τεχ.) ισχύς•мощность двигателя η ισχύς του! κινητήρα•
работать на полную мощность δουλεύω με πλήρη απόδοση•
мощность электрического тока ισχύς ηλεκτρικού ρεύματος.
4. πλθ. -и παραγωγικά έργα (εργοστάσια, μηχανές κ.τ.τ.). -
35 ἰσχύ̄ς
ἰσχύ̄ς, -ῠ́οςGrammatical information: f.Meaning: `power, strength, might' (seit Hes.).Compounds: Comp. ἄν-ισχυς `powerless' (LXX). - as 1. member e. g. ἰσχυρο-ποιέω `strengthen, fortify' (Plb.), as 2. member (for uneasy - ισχυς, Frisk Adj. priv. 18) in ἀν-ίσχυρος `not strong, without power' (Hp., Str.), ὑπερ-ίσχυρος `extremely strong' (X., Arist.).Derivatives: Denomin. verb ἰσχύω, aor. ἰσχῦσαι, also with prefix, ἐν-, ἐξ-, κατ-, ὑπερ- etc., `have power, strength, might' (Pi., Hp., att.) with ἴσχυσις (LXX). - Adj. ἰσχῡρός `powerful, strong, mighty, vehement' (IA) - From there ἰσχυρικός `strong' (Pl. Tht. 169b; expressive enlargement?; diff. Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 147) and the denominatives 1. ἰσχυρίζομαι, also with prefix as δι-, ἀπ-, ἀντ-, `prove strong, exert oneself, proclaim emphatically etc.' (Heraclit., Att.) with the desiderative ἰσχυρι-είω `venture to affirm' (Hp.); 2. κατ-ισχυρεύομαι `be vehement' (Aq.); Ίσχύλος PN (inscr.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: From H. (and Hdn. Gr. 1, 509) βίσχυν (Lac.), γισχύν ἰσχύν would lead to PGr. *Ϝισχύ̄ς (which Brugmann IF 16, 493f., Grundr.2 2: 1, 209 connected with Skt. vi-ṣah- `have in one's power'; so to σχ-εῖν, ἔχειν (s. v.) with the prefix *u̯i- `from one another', also augment.; cf. on ἴδιος). But Myc. isukuwo-doto shows no digamma. The connection with ἔχειν seems rather improbable. On the ū-stem (like πληθύ̄ς, νηδύ̄ς etc.) s. Schwyzer 463f.; further Meid IF 63, 1 1, who assumes an abstract formation from an adj. *Ϝι-σχ-ύς `resisting' (- υ- as in ἐχυ-ρός), which is also not convincing - Diff. Meillet BSL 27, 129ff.: prothetic ἰ-, adaptation to Ϝίς sec. - Chantraine Emerita 19, 134ff. considers connection with ἰξύς, ἰσχίον; there also on meaning and use ( ἰσχύς as popular avoided by Hom. ?). Pre-Greek origin seems quite probable.Page in Frisk: 1,742-743Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰσχύ̄ς
-
36 Force
subs.Compulsion: P. and V. βία, ἡ, ἀνάγκη, ἡ.Motion: P. φορά, ἡ.Violence: P. and V. βία, ἡ, ἰσχύς, ἡ, V. τὸ καρτερόν.Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχύς, ἡ. ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).Military force: P. δύναμις, ἡ, παρασκευή, ἡ; see Army.Be present in force: P. πλήθει παρεῖναι (Thuc. 8, 22).In full force: P. πανδημεί, πανστρατίᾳ, παντὶ σθένει, V. πολλῇ χειρί, σὺν πολλῇ χερί.Force of character: P. φύσεως ἰσχύς. ἡ (Thuc. 1, 138).Force of circumstances: ἀνάγκη τῶν πραγμάτων (Andoc. 28).The same principles you laid down when you brought Timarchus to trial surely may be put into force by others against you: P. ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια ὅτε Τίμαρχον ἔκρινες, ταὐτὰ δήπου ταῦτα καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν (Dem. 416).The force of this argument you can understand from the following: P. τοῦτο ὅσον δύναται, γνοῖτʼ ἂν ἐκ τωνδί (Dem. 524).By force: P. and V. βίᾳ, βιαίως, πρὸς βίαν, ἀνάγκῃ, ἐξ ἀνάγκης, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχύν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κράτος.By force of arms: P. κατὰ κράτος.Put in force, exercise, v.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Be in force: P. and V. ἰσχύειν.Use force: P. and V. βιάζεσθαι (absol.).With all one's force, by might and main: P. κατὰ κράτος, Ar. κατὰ τὸ καρτερόν.——————v. trans.Compel: P. and V. ἀναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, καταναγκάζειν, βιάζεσθαι, Ar. and P. προσαναγκάζειν, P. καταβιάζεσθαι, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.Force ( an entrance): P. βιάζεσθαι (acc.) (Thuc. 4, 9).Force one's way: P. βιάζεσθαι (absol.).Force one's way in: Ar. and P. εἰσβιάζεσθαι.Force one's way out: P. βιάζεσθαι εἰς τὰ ἔξω.Force back: see Repulse.Force open: see Prise.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Force
-
37 Might
v. intrans.As a mild form of command: use V. ἄν (with optative).As might well have been, as is probable: P. and V. ὡς εἰκός.You might have, it was open to you: P. and V. ἐξῆν σοι (infin.), παρῆν σοι (infin.), παρεῖχέ σοι (infin.); see under Open.But for so and so the Phocians might have been saved: P. εἰ μὴ διὰ τὸ καὶ τὸ ἐσώθησαν ἂν οἱ Φωκεῖς (Dem. 364).——————subs.Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχύς, ἡ, ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.); see Strength.Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κράτος, τό.Might, as opposed to right: P. and V. βία, ἡ, ἰσχύς, ἡ, τὸ καρτερόν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Might
-
38 справедливость
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > справедливость
-
39 могущество
-
40 мощность
См. также в других словарях:
ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… … Dictionary of Greek
ισχύς — η γεν. ύος 1. δύναμη: Ισχύς του σώματος. – Ισχύς του έθνους. 2. δύναμη επιβολής, επιρροή: Δεν έχει καμία ισχύ στον υπουργό. 3. νομικό κύρος: Το συμβόλαιο αυτό δεν έχει ισχύ. – Τέθηκε σε ισχύ ο νόμος. 4. φυσικό μέγεθος που εκφράζει το έργο που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχύς — ἰσχύ̱ς , ἰσχύς strength fem acc pl ἰσχύς strength fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσχυς — Ἴσχῡς , Ἴσχυς masc/fem acc pl Ἴσχυς masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύας — ἰσχύς strength fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύες — ἰσχύς strength fem nom/voc pl ἰσχύ̱ε̄ς , ἰσχύω to be strong pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύν — ἰσχύς strength fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύος — ἰσχύς strength fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσχύων — Ἴσχυς gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύων — ἰσχύς strength fem gen pl ἰσχύ̱ων , ἰσχύω to be strong pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσχυε — Ἴσχυς nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)