-
61 μαγκούφης
α и ισσα, ικο1) одинокий, не имеющий семьи; бездомный (тж. о животном);απόμεινε μαγκούφης — он остался до старости холостяком;
2) не имеющий хозяина, бездомный (о животных);3) перен. несчастный, бедный, обездоленный; 4) перен. непутёвый; неудачливый -
62 μαρτυριάρας
ο, μαρτυριάραςα и ισσα η, μαρτυριάραςικο τό ябедни|к, -ца, ябеда -
63 μαυρομάλλης
ούσα, ού и ισσα, ικο черноволосый -
64 μεγαλομ(μ)άτης
άτα и ισσα, ικο большеглазый -
65 μεγαλομ(μ)άτης
άτα и ισσα, ικο большеглазый -
66 παραπονιάρης
α и ισσα, ικο 1. вечно ноющий, жалующийся, недовольный;2. (ο) нытик, брюзга -
67 πεισματάρης
α и ισσα, ικο 1.1) упрямый;πεισματάρικο άλογο — упрямая лошадь;
2) упорный, настойчивый (о человеке);2. (ο, η) 1) упрям|ец, -ица; 2) упорный, настойчивый человек -
68 (ε)πιθυμιάρης
α и ισσα, ικο обл1) имеющий сильное, большое желание; 2) сластолюбивый, сладострастный -
69 σωματώδης
ης и ισσα, ες рослый, крупный; дородный -
70 φοβητσ(ι)άρης
α и ισσα, ικο 1. трусливый; пугливый, боязливый, робкий;2. (ο) трус -
71 φοβητσ(ι)άρης
α и ισσα, ικο 1. трусливый; пугливый, боязливый, робкий;2. (ο) трус -
72 χαραμοφάγος
ο, η, χαραμοφα(η)ς ο, χαραμοφάγα и χαραμοφά(γ)ισσα η дармоед, -ка, тунеяд|ец, -ка -
73 Ίσσαν
-
74 Ἴσσαν
-
75 Ίσση
-
76 Ἴσσῃ
-
77 Ίσσηι
-
78 Ἴσσηι
-
79 Ίσσης
-
80 Ἴσσης
См. также в других словарях:
Ἴσσα — Ἴσσᾱ , Ἴσσα fem nom/voc/acc dual Ἴσσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσσα — ἴσσα (Α) επιφώνημα που δηλώνει κακεντρεχή χαρά για τη δυστυχία κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία. Πρβλ. και σίττα] … Dictionary of Greek
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
ακαμάτης, -ισσα — και τρα, ικο φυγόπονος, τεμπέλης: Ακαμάτρας χέρι δεν ιδρώνει (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρογιαλίτης, -ισσα, -ικο — και ακρόγιαλος, η, ο αυτός που σχετίζεται με την ακρογιαλιά ή κατοικεί σ αυτή: Άνθρωποι ακρογιαλίτες, δεν μπορούσαν να ζήσουν μακριά απ τη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδρομάρης, -ισσα — και α, ικο αυτός που τρέχει πάνω κάτω, αυτός που ερευνά, αναζήτα εδώ κι εκεί: Ο Δ. Καμπούρογλους ήταν ο αναδρομάρης της Αττικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδικοβγάλτης, -ισσα, -ικο — συκοφάντης: Τον έλεγαν αδικοβγάλτη αλλά δεν ήταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροθαλασσίτης, -ισσα, -ικο — αυτός που μένει στην ακροθαλασσιά ή προέρχεται από παράλιο τόπο: Ακροθαλασσίτης εσύ και να μην ξέρεις κολύμπι! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλίφης, -ισσα, -ικο — (λ. ιταλ.), αυτός που ξέρει να καλοπιάνει, ο κόλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκατοχρονίτης, -ισσα — ικο 1. που έχει ηλικία εκατό ετών. 2. που πλησιάζει ή ξεπερνάει τα εκατό έτη ηλικίας, ο πολύ γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαμηνίτης, -ισσα, -ικο — που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, που γεννήθηκε μετά εμβρυϊκή ηλικία έξι μηνών, ο εξαμηνίτικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)