-
41 αχυροφάγος
α и ισσα, ο [ος, ον ] питающийся соломой -
42 αψηλομύτης
α и ισσα, ικο надменный, высокомерный;όλο αυτό το σόϊ είναι αψηλομύτικο — у них в роду все такие высокомерные
-
43 βαρυποινίτης
ο, -ισσα η тот, кто приговорён к тяжкому наказанию -
44 γατομάτης
α и ισσα, ικο с кошачьими глазами; с хитрыми глазами -
45 γερακομύτης
α и ισσα, ικο с орлиным носом -
46 γκρινιάρης
α и ισσα, ικο 1.1) ноющий, хныкающий; 2) брюзгливый, ворчливый; сварливый; 2. (ο, η, τό) 1) нытик, плакса; 2) брюзга, ворчун, -ья -
47 γουλιάρης
α, и ισσα, ικο 1. прожорливый, ненасытный;2. (ο) обжора -
48 δαιμονολάτρης
ο, -Ίσσα η1) поклонни|к, -ца сатаны; 2) идолопоклонни|к, -ца -
49 (ε)πιθυμιάρης
α и ισσα, ικο обл1) имеющий сильное, большое желание; 2) сластолюбивый, сладострастный -
50 έργάτης
ο, -ισσα [-ις (-ιδος)] и έργάτρια η1) рабо|чий, -тница;ειδικευμένος έργάτης — квалифицированный рабочий;
2) работни|к, -ца; тружени|к, -ца;έργάτες τύπου — работники печати;
οι έργάτες τού πνεύματος — а) работники умственного труда; — б) работники культуры;
έργάτης γης — батрак;
ημερομίσθιος — подёнщик;έργάται ( — или έργάτες) θαλάσσης — моряки;
3) перен. виновник;έργάτης της δυστυχίας του — он сам виновник своего несчастья;
έργάτης της ανομίας — виновник беззакония;
4) мор. брашпиль -
51 ερωτοδιωματάρης
α и ισσα, ικο обл привлекательный, очаровательный -
52 ετεροδημότης
ο, -ισσα [-ις (-ιδος)] η гражданин, -ка другого города, другого дима -
53 ζαβολιάρης
α и ισσα, ικο 1.1) плутоватый, жуликоватый; 2) занимающийся плутовством, мошенничеством, жульничеством; 2. (ο) плут, мошенник, жулик; шулер -
54 ζευζέκης
α и ισσα, ικο своенравный, упрямый, меднолобый -
55 ζηλιάρης
α и ισσα, ικο1) ревнивый; 2) завистливый -
56 κασιδιάρης
α и ισσα, ικο 1. паршивый, покрытый паршой, коростой, лишаями;2. (ο) хвастун, зазнайка -
57 κατσούφης
α и ισσα, ικο хмурый, угрюмый -
58 κουλ(λ)οχέρης
α и ισσα, ικο 1. см. κουλ(λ)ός;2. (ο) однорукий, безрукий (человек) -
59 κουλ(λ)οχέρης
α и ισσα, ικο 1. см. κουλ(λ)ός;2. (ο) однорукий, безрукий (человек) -
60 λιχούδης
α и ισσα, ικο 1. любящий лакомства, лакомые блюда;2. (ο) гурман; лакомка, сластёна
См. также в других словарях:
Ἴσσα — Ἴσσᾱ , Ἴσσα fem nom/voc/acc dual Ἴσσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσσα — ἴσσα (Α) επιφώνημα που δηλώνει κακεντρεχή χαρά για τη δυστυχία κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία. Πρβλ. και σίττα] … Dictionary of Greek
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
ακαμάτης, -ισσα — και τρα, ικο φυγόπονος, τεμπέλης: Ακαμάτρας χέρι δεν ιδρώνει (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρογιαλίτης, -ισσα, -ικο — και ακρόγιαλος, η, ο αυτός που σχετίζεται με την ακρογιαλιά ή κατοικεί σ αυτή: Άνθρωποι ακρογιαλίτες, δεν μπορούσαν να ζήσουν μακριά απ τη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδρομάρης, -ισσα — και α, ικο αυτός που τρέχει πάνω κάτω, αυτός που ερευνά, αναζήτα εδώ κι εκεί: Ο Δ. Καμπούρογλους ήταν ο αναδρομάρης της Αττικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδικοβγάλτης, -ισσα, -ικο — συκοφάντης: Τον έλεγαν αδικοβγάλτη αλλά δεν ήταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροθαλασσίτης, -ισσα, -ικο — αυτός που μένει στην ακροθαλασσιά ή προέρχεται από παράλιο τόπο: Ακροθαλασσίτης εσύ και να μην ξέρεις κολύμπι! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλίφης, -ισσα, -ικο — (λ. ιταλ.), αυτός που ξέρει να καλοπιάνει, ο κόλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκατοχρονίτης, -ισσα — ικο 1. που έχει ηλικία εκατό ετών. 2. που πλησιάζει ή ξεπερνάει τα εκατό έτη ηλικίας, ο πολύ γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαμηνίτης, -ισσα, -ικο — που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, που γεννήθηκε μετά εμβρυϊκή ηλικία έξι μηνών, ο εξαμηνίτικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)