Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ισθμός

См. также в других словарях:

  • Ἰσθμός — neck masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμός — neck masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισθμός — Στενή λωρίδα γης που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες. Οι ι. δημιουργούνται από διάφορα αίτια: ηφαιστειακές, αιολικές ή ιζηματογενείς αποθέσεις, τεκτονικές μεταβολές του γήινου φλοιού, βραδυσεισμικές κινήσεις κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή οι… …   Dictionary of Greek

  • ισθμός — ο 1. στενή λωρίδα ξηράς που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο κομμάτια ξηράς: Ισθμός της Κορίνθου. 2. στενό τμήμα κάποιου οργάνου του σώματος που ενώνει δύο μεγαλύτερα: Ισθμός μήτρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιεράπετρας, ισθμός — Ισθμός του νομού Λασιθίου, στο Λιβυκό πέλαγος. Βλ. λ. Λασιθίου, νομός …   Dictionary of Greek

  • Ἰσθμοῖο — ἰσθμός neck masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμοῖο — ἰσθμός neck masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμοῖς — ἰσθμός neck masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμοῖς — ἰσθμός neck masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»