-
1 ισημερινός
[исимэринос] ουσ. а экватор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ισημερινός
-
2 Эквадор
-
3 экватор
-
4 эквадорец
-рца α.-рка, -и θ.ο Ισημερινός, κάτοικος του κράτους Ισημερινός. -
5 экватор
-
6 магнитный
μαγνητικ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > магнитный
-
7 экватор
геогр. о ισημερινόςнебесный - астр. ουράνιος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экватор
-
8 экваториальный
του ισημερινούισημερινόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экваториальный
-
9 экватор
экваторм ὁ ἰσημερινός. -
10 экваториальный
экватор||иальныйприл ἰσημερινός, τοῦ ίσημερινοῦ. -
11 эй! (ε\3 εκιφ. ε!
[εκβάταρ] ουσ. α ισημερινός -
12 экватор
[εκβάταρ] ουσ. α ισημερινός -
13 эй! (ε\3 εκιφ. ε!
[εκβάταρ] ουσ α ισημερινός -
14 экватор
[εκβάταρ] ουσ α ισημερινός -
15 магнитный
επ.μαγνητικός•-ая сила μαγνητική δύναμη•
-ые тела μαγνητικά σώματα.
εκφρ.- ая аномалия – μαγνητική απόκλιση•-ая буря; -ое возмущение – (φυσ.) μαγνητική θύελλα•магнитный железняк – βλ. магнетит. магнитный меридиан μαγνητικός μεσημβρινός•- ое наклонение – (φυσ.) μαγνητική απόκλιση/ -ое поле μαγνητικό πεδίο•магнитный полюс – μαγνητικός πόλος•- ая стрелка – μαγνητική βελόνη•магнитный экватор – μαγνητικός ισημερινός. -
16 равноденственный
επ.ισημερινός, της ισημερίας. -
17 эквадорский
επ.Ισημερινός. || του Ισημερινού. -
18 экваториальный
επ.ισημερινός, του ισημερινού•экваториальный пояс η ζώνη του ισημερινού•
экваториальный климат το κλίμα του ισημερινού•
-ые страны οι χώρες του ισημερινού.
См. также в других словарях:
ἰσημερινός — equinoctial masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
ισημερινός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον ισημερινό ή την ισημερία: Ισημερινά σημεία. ο 1. νοητός κύκλος της Γης, του οποίου το επίπεδο την κόβει κάθετα προς τον άξονα περιστροφής της σε δύο ίσα ημισφαίρια, το βόρειο και το νότιο. 2. νοητός κύκλος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
ἰσημερινά — ἰσημερινός equinoctial neut nom/voc/acc pl ἰσημερινά̱ , ἰσημερινός equinoctial fem nom/voc/acc dual ἰσημερινά̱ , ἰσημερινός equinoctial fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσημερινῶν — ἰσημερινός equinoctial fem gen pl ἰσημερινός equinoctial masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσημερινόν — ἰσημερινός equinoctial masc acc sg ἰσημερινός equinoctial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσημεριναῖς — ἰσημερινός equinoctial fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσημεριναί — ἰσημερινός equinoctial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσημερινοῖς — ἰσημερινός equinoctial masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσημερινοί — ἰσημερινός equinoctial masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)