-
1 индонезийский
-
2 индонезийский
индонезийскийприл Ινδονησιακός. -
3 индонезийский
επ.ινδονησιακός.
См. также в других словарях:
ινδονησιακός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδονησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek