-
1 империализм
-
2 империализм
империал||и́змм ὁ ιμπεριαλισμός. -
3 империализм
[ιμπιριαλίζμ] ουσ. α ιμπεριαλισμός -
4 империализм
[ιμπιριαλίζμ] ουσ α ιμπεριαλισμός -
5 империализм
-а α.ιμπεριαλισμός. -
6 социал-империализм
-а α.σοσιαλ-ιμπεριαλισμός (παραλλαγή οπορτουνισμού).
См. также в других словарях:
ιμπεριαλισμός — Η τάση για επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής ενός κράτους σε άλλες χώρες, κυρίως με τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής του ισχύος. Ήδη από την αρχαιότητα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ένας λαός να διεκδικεί να υποτάξει άλλους. Όμως … Dictionary of Greek
ιμπεριαλισμός — ο (λ. γαλλ.), τάση για επέκταση της οικονομικής ή πολιτικής επιρροής ενός κράτους σε άλλα κράτη, επεκτατική πολιτική: Η εποχή της αποικιοκρατίας συμπίπτει με την ακμή του ιμπεριαλισμού. – Πάλη των λαών εναντίον του ιμπεριαλισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπεριμπεριαλισμός — ο, Ν ο άκρος ιμπεριαλισμός, ο ξέφρενος και φανατισμένος ιμπεριαλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ιμπεριαλισμός] … Dictionary of Greek
Jacqueline de Romilly — Pour les articles homonymes, voir Romilly et Worms. Jacqueline Worms de Romilly Nom de naissance Jacqueline David Activités Helléniste, philologue, écrivain et professeur Naissance … Wikipédia en Français
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
αυτοκρατορισμός — ο ο ιμπεριαλισμός … Dictionary of Greek
μαρξισμός — Όρος που αναφέρεται στις εξελίξεις και στις ερμηνείες που προκάλεσε η διδασκαλία του Μαρξ, κυρίως όταν, με τη δημιουργία των πρώτων σοσιαλιστικών κομμάτων, αποτέλεσε ιδεολογία μεγάλου μέρους του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος. Αρχικά, στη διάδοση … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
αντιαποικιοκρατία — Θεωρητική θέση που είναι αντίθετη σε κάθε μορφή αποικιακής εκμετάλλευσης. Οι πρώτες εκδηλώσεις της συμπίπτουν με τις πρώτες υπερπόντιες κατακτήσεις. Η πολιτική της α. συνίσταται στην αρχή της πλήρους αυτοκυβέρνησης και στην καταγγελία της… … Dictionary of Greek
Ζουγκέ, Πιέρ — (Pierre Jouguet, 1869 – 1949). Γάλλος αρχαιολόγος, ελληνιστής. Μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών (1893 97) και ιδρυτής ινστιτούτου παπυρολογίας στη Λιλ. Τα κυριότερα έργα του είναι Οι ελληνικοί πάπυροι της Λιλ (1901 12), Η… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek