-
1 регрессивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноπισωδρομικός, οπισθοδρομικός οπισθοβατ ικός, οπ ισθοχωρητ ικός. || αντ ιπροοδευτ ικός, αντι,δρα-στικος. -
2 унизительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноταπεινωτικός, ξευτελιστ ικός• ταπεινός• προσβλητ ικός. -
3 марксистско-ленинский
марксистско-ленинскийприл μαρξ-(ιστ)ικο-λενιν(ιστ)ικός. -
4 торжествующий
торжеств||у́ющий1. прич. от торжествовать·2. прил (победный) θριαμβ(ευτ)ικός, πανηγυρικός:\торжествующийу́ющяй тон τό θριαμβικό ὕφος, τό πομπώδες δφος· \торжествующийу́ющий крик ἡ θριαμβική ἰαχή, ἡ κραυγή θριάμβου. -
5 electrical
adjective (related to electricity: electrical engineering; electrical appliances; an electrical fault.) ηλεκτρ(ολογ)ικός -
6 Hindu
[hin'du:]noun, adjective((of) a person who believes in, and lives according to the rules of, the religion of Hinduism.) ινδουιστής,-ικός -
7 idealistic
adjective ιδεαλιστής,-ικός -
8 imperialist
noun, adjective ιμπεριαλιστής,-ικός -
9 shabby
['ʃæbi]1) (looking old and worn: shabby curtains; shabby clothes.) φθαρμένος2) (wearing old or dirty clothes: a shabby old man; He used to be so smart but he looks shabby now.) κουρελιάρης,-ικος3) ((of behaviour) unworthy or mean: That was a shabby thing to do.) μικροπρεπής•- shabbily- shabbiness -
10 башкирский
επ.βασκίριος, -ικος. -
11 болгарский
επ.Βουλγάρικος, -ικός. -
12 брюхастый
επ., βρ: -хает, -а, -оμπακανιάρης, -ικος, κοιλαράς. -
13 ворчливый
επ., -лив, -а, -оμουρμούρης, -ικος, παραπονιάρικος, μεμψίμοιρος, γκρινιάρικος. -
14 жеманный
επ., βρ: -манен, -манна, -манноσκερτσόζος, -ικος, καμωματάς, ναζιάρης, διωματάρης. -
15 завистливый
επ., βρ: -лив, -а, -оζηλιάρης, -ικος• φθονερός, ζηλοφθονος, ζηλότυπος•завистливый человек ζηλιάρης άνθρωπος•
завистливый взгляд ζηλιάρικη ματιά.
-
16 звукоподражательный
επ. ο μιμούμενος τον ήχο.(γλωσ.) ονοματοποιητ ικός•-ые слова ονοματοποιητικές λέξεις.
-
17 игорный
επ.χαρτοπαικτ ικός•игорный дом χαρτο-πακτ ική λέσχη•
-ая зала χαρτοπαικτική αί-ιθουσα•
-ое общество οι χαρτοπαίκτες.
-
18 корявый
επ., βρ: -ряв, -а, -о.1. στραβός, στρεβλός•корявый огурец στραβό αγγουράκι.
2. ροζιασμένος, -άρικος•-ые рки ροζιασμένα χέρια.
3. βλογιοκομμένος, βλογιάρης, -ικος. || ουσ. βλογιάρης.4. αδέξιος, κακότεχνος. || άσχημος γραφικός χαρακτήρας, στραβά γράμματα. -
19 монтажный
επ.συναρμολογητ ικός, της συναρμολόγησης• για συναρμολόγηση. -
20 набожный
επ. βρ: -жен, -жна, -жно.1. θρησκευτικός, φιλόθρησκος.2. θεοσεβής,ευσεβής, θεοφοβούμενος, ευλαβής, -ικός. || μτφ. θεϊκός, υπέροχος, θεσπέσιος, σαν θεός, θεά.
См. также в других словарях:
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
Ίκος — Ονομασία ενός από τα νησιά των Θεσσαλικών Σποράδων κατά την αρχαιότητα, που είχε αποικιστεί από Κρήτες με τον Στάφυλο. Κατόπιν έγινε υποτελές των Αθηναίων, μαζί με τη Σκίαθο και την Πεπάρηθο. Σήμερα ονομάζεται Χιλιοδρόμια … Dictionary of Greek
ἰκός — ἴξ worm fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορπιλ(λ)ικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τορπίλες («τορπιλικός μηχανισμός») 2. το ουδ. ως ουσ. το τορπιλ(λ)ικό (στρ. ναυτ.) πολεμικό πλοίο, μικρού κατά κανόνα εκτοπίσματος, τού οποίου κύριο όπλο είναι οι τορπίλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η … Dictionary of Greek
πτέρνιξ — ικος, ὁ, Α ο μεσαίος καυλός τής σικελικής κάκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + επίθημα ιξ, ικος (πρβλ. στέρν ιξ, χόλ ιξ)] … Dictionary of Greek
σπόνδιξ — ικος, ὁ, Α αυτός που προσφέρει σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + επίθημα ιξ, ικος (πρβλ. σπάδ ιξ)] … Dictionary of Greek
τετραέλιξ — ικος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές 2. το θηλ. ἡ τετραέλιξ είδος ακανθοειδούς φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἕλιξ, ικος] … Dictionary of Greek
φόλλιξ — ικος, ἡ, Α τραχύτητα τού δέρματος που οφείλεται σε ψώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. τής λ. φολίς* «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ και επίθημα ιξ, ικος (για την εναλλαγή ικ / ιδ στο… … Dictionary of Greek
άμβιξ — ( ικος) και άμβυξ ( υκος), ο (Α ἄμβιξ και ἄμβυξ) νεοελλ. 1. μεγάλη χύτρα όμοια με λέβητα 2. το σώμα τού αποστακτικού λέβητα 3. ολόκληρη η συσκευή απόσταξης, ο λαμπίκος αρχ. είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να… … Dictionary of Greek
πέλιξ — ικος, ἡ, Α κύλιξ* ή προχοΐδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) + επίθημα ιξ (πρβλ. κύλιξ), αρχαιότατη λ. που μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. perike = πέλικες)] … Dictionary of Greek
πολυάϊξ — ικος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύ ορμητικός, σφοδρός («τὸ μὲν πλεῑον πολυάϊκος πολέμοιο χεῑρες ἐμαὶ διέπουσ », Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κάματος πολυᾱϊξ» κόπωση που προέρχεται από την ορμή στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱιξ (< θ. αιξ , πρβλ. μέλλ. ἀΐξ ω τού… … Dictionary of Greek