-
1 ικανοποιώ
(ε) μετ.1) удовлетворить;ικανοποιώ τη δίψα — утолять жажду;
την περιέργεια (παράκληση) — удовлетворять любопытство (просьбу);ικανοποιώ τίς ανάγκες — удовлетворять потребности;
ικανοποιώ όλων τα γούστα — удовлетворять вкусам всех, каждого;
ικανοποιώ τα αιτήματα ( — или τίς απαιτήσεις) κάποιου — принимать, удовлетворять чьи-л требования;
ικανοποιώ την τρωθείσα φιλοτιμία μου — удовлетворять уязвлённое самолюбие;
2) компенсировать, вознаграждать;ικανοποιούμαι — удовлетворяться, довольствоваться; — оставаться довольным
-
2 ικανοποιώ
[иканопио] р. удовлетворять.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ικανοποιώ
-
3 ικανοποιώ
[иканопио] ρ удовлетворять. -
4 ικανοποιώ
1) assouvir2) satisfaire -
5 ικανοποιώ
1) dogadzać czas.2) nasycać czas.3) satysfakcjonować czas.4) spełniać czas.5) usatysfakcjonować czas.6) zadowalać czas.7) zadowolić czas.8) zaspokajać czas.9) zaspokoić czas. -
6 ικανοποιώ
1) nasytit2) sytit3) ukojit4) uspokojit5) vyhovět -
7 ικανοποιώ
1) sate2) satisfyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ικανοποιώ
-
8 satisfaire
ικανοποιώ -
9 vyhovět
ικανοποιώ -
10 satisfy
ικανοποιώ -
11 dogadzać
ικανοποιώ -
12 satysfakcjonować
ικανοποιώ -
13 spełniać
ικανοποιώ -
14 usatysfakcjonować
ικανοποιώ -
15 zadowalać
ικανοποιώ -
16 zadowolić
ικανοποιώ -
17 zaspokajać
ικανοποιώ -
18 удовлетворять
ικανοποιώ- требованиям ανταποκρίνομαι στις απαιτήσεις, ικανοποιώ τα αιτήματαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > удовлетворять
-
19 удовлетворить
удовлетворить, удовлетворять ικανοποιώ* \удовлетворить просьбу ικανοποιώ την παράκληση \удовлетвориться ικανοποιούμαι, μένω ικανοποιημένος* * *= удовлетворятьудовлетвори́ть про́сьбу — ικανοποιώ την παράκληση
-
20 удовлетворить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удовлетворенный, βρ: -рен, -рена, -рено ρ.σ.1. μ. ικανοποιώ•удовлетворить оскорблнного ικανοποιώ τον προσβλημένο•
удовлетворить требования ικανοποιώ τα αιτήματα•
удовлетворить потребности населения ικανοποιώ τις ανάγκες του πλθηθυσμού.
2. εφοδιάζω, προμηθεύω•удовлетворить предприятие топливом εφοδιάζω την επιχείρηση με καύσιμα.
3. ανταποκρίνομαι (στις προσδοκίες κάποιου).4. ευудовлетворить χαριστώ.5. παλ. αποζημιώνω.ικανοποιούμαι• ευχαριστιέμαι.
См. также в других словарях:
ικανοποιώ — ικανοποιώ, ικανοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ικανοποιώ — ικανοποίησα, ικανοποιήθηκα, ικανοποιημένος 1. εκπληρώνω ανάγκες ή απαιτήσεις ή επιθυμίες κάποιου: Ικανοποιώ τα αιτήματα των εργαζομένων. – Ικανοποίησε τη δίψα του για μάθηση. 2. αποζημιώνω, ανταμείβω κόπους, επανορθώνω αδικία: Ικανοποιώ τους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ικανοποιώ — (Μ ἱκανοποιῶ, έω) παρέχω ικανοποίηση, αποδίδω το δίκαιο, αποζημιώνω («ικανοποιήθηκε η πληγωμένη φιλοτιμία του») νεοελλ. 1. δίνω κάτι που ανταποκρίνεται στις επιθυμίες, στις απαιτήσεις ή στις ανάγκες κάποιου («οι πληροφορίες τών εφημερίδων… … Dictionary of Greek
άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… … Dictionary of Greek
ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… … Dictionary of Greek
ανικανοποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν ικανοποιείται, άπληστος, αχόρταγος 2. αυτός που δεν αμείβεται ικανοποιητικά για τους κόπους του 3. αυτός που δεν αποζημιώθηκε υλικά ή ηθικά για αδίκημα που του έγινε 4. αυτός που δεν πραγματοποιήθηκε, ανεκπλήρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αποζημιώνω — 1. πληρώνω αποζημίωση 2. ικανοποιώ τις απαιτήσεις κάποιου για βλάβη που του προξένησα 3. ανταμείβω κάποιον για εκδούλευση ή προσφορά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ζημιώνω. Η λ. αποζημιώ ( όω) μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό… … Dictionary of Greek
αποπίμπλημι — ἀποπί(μ)πλημι κ. άω (Α) 1. συμπληρώνω, ολοκληρώνω 2. επαληθεύω, εκπληρώνω 3. καταπραΰνω, κατευνάζω 4. ικανοποιώ κάποιον που ζητά κάτι … Dictionary of Greek
αποπληρώνω — κ. πλερώνω (AM ἀποπληρώ, όω) μσν. νεοελλ. εξοφλώ οφειλή, ξεπληρώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς 2. ικανοποιώ, εκτελώ 3. προσφέρω ικανοποίηση, ευχαριστώ κάποιον 4. ολοκληρώνω κάτι … Dictionary of Greek