-
1 Ίδαν
Ἴδᾱν, Ἴδηtimber-tree: fem acc sg (doric aeolic)Ἴδᾱν, Ἴδηςmasc acc sg (epic doric aeolic)Ἴδηςmasc acc sg -
2 Ἴδαν
Ἴδᾱν, Ἴδηtimber-tree: fem acc sg (doric aeolic)Ἴδᾱν, Ἴδηςmasc acc sg (epic doric aeolic)Ἴδηςmasc acc sg -
3 ίδαν
-
4 ἴδαν
-
5 Αἰακίδας
Αἰᾰκίδας (Αἰακίδᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις, -ας.)a son of AiakosΑἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ P. 3.87
ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον i. e. Telamon I. 6.35 “ ΠηλέιΑἰακίδᾳ.” I. 8.39b descendant of Aiakos pl., ἐχρῆν δέ τινἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι i. e. Neoptolemos N. 7.45Ἀχιλεύς, οὗρος Αἰακιδᾶν I. 8.55
ἀπείρονας ἀρετὰς [Αἰακ]ιδᾶν (supp. Turyn.) Pae. 6.177c fig., people of AiginaΑἰακιδᾶν τ' εὐερκὲς ἄλσος O. 13.109
ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.23
τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν αὐτόθεν N. 3.64
δέξαιτο δ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος N. 4.11
ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.8
Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ N. 6.17
ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.46
πόλιν γὰρ φιλομόλπων οἰκεῖ δορικτύπων Αἰακιδᾶν N. 7.10
τὸ δ' ἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.20
ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι I. 6.19
ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. -
6 ἀπείρων
1 boundless, infiniteτὰν ἀπείρονα δόξαν P. 2.64
]ειν ἀπείρονας ἀρετὰς [Αἰακ]ιδᾶν Pae. 6.176
-
7 ἀρετά
a distinction, talent, excellence, rarely of purely moral qualities.δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν O. 1.13
γνησίαις ἐπ' ἀρεταῖς O. 2.11
ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος O. 2.53
ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.43
οὐ φθίνει Κροίσου φιλόφρων ἀρετά P. 1.94
ἀρετᾷ κεκραμένον καθαρᾷ (sc. πλοῦτον) P. 5.2 ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν filial devotion P. 6.42ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι P. 11.54
ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74
ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος τελέσει N. 4.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.37
Ὅμηρος αὐτοῦ (= Αἴαντος)ὀρθώσαις ἀρετὰν I. 4.38
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22
καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48
κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετ[άν Pae. 6.131
παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 3. οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ (supp. Lobel) fr. 169. 15. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205. 1. τιθεμένων ἀγώνων πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.b esp. physical excellence, valour, prowessἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι O. 3.37
προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις O. 9.83
πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος O. 10.20
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν' ἀρετᾶς P. 2.14
ἀμφ' ἀρετᾷ κελαδέων P. 2.62
ἁ δ' ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς χρονία τελέθει P. 3.114
φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς εὑρέσθαι P. 4.187
μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν ῥανθεῖσαν) P. 5.98ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης N. 7.7
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν I. 1.22
εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν (ἀρετά, ἀρεταί Σ̆{γρ}.) I. 1.41μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.44
τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου I. 5.17
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ sc. the Aiginetans with their ships I. 9.6c reputation, renown for prowess, gloryἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα O. 7.89
μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν O. 8.6
πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ (v. l. — ίου)φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.53
αὔξεται δ' ἀρετά (sic codd., v. αὔξεται) N. 8.40ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει I. 3.13
καὶ μηκέτι μακροτέραν σπεύδειν ἀρετάν I. 4.13
d pl., deeds of prowess, achievements, exploitsἀρεταῖσι μεμαότας υἱούς O. 1.89
στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18
πρὸς ἐσχατιὰν Θήρων ἀρεταῖσιν ἱκάνων O. 3.43
τόνδε κῶμον χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν O. 4.10
ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον δέκευ O. 5.1
ἀμφ' ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται O. 5.15
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.9
τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.72
θάλλει δ' ἀρεταῖσιν O. 9.16
τέλλεται καὶ πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
ἄκραις ἀρεταῖς ὑπερελθόντων O. 13.15
ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.51
ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς P. 1.41
v. P. 5.98 supra b.ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22
ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ, στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν N. 3.8
παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ N. 3.32
μυριᾶν δ' ἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται N. 3.42
ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47
θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.51
φλέγεται δ (sc. Ἄργος)ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.2
Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4
ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφαναςἸσθμίοις, ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν I. 4.3
τετείχισται δὲ πάλαι πύργος ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν I. 5.45
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.11
ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56
διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν (hypallage: exploits in the games of Greece.)Πα.. 22. ]ειν ἀπείρονας ἀρετὰς[ Αἰακ]ιδᾶν Pae. 6.176
e fragg. ]ἀρετα[ Pae. 8.89
]ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25. -
8 Κρονίδας
Κρονῐδας (-ίδα, -ίδαο, -ίδᾳ, -ίδα; -ιδᾶν, -ίδαις, -ίδαι.)1 son of Kronos Zeus,Κρονίδα βαρυγδούπου Διός O. 8.43
“ Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα” (v. Νεῖλος) P. 4.56Κρονίδαο Ζηνὸς υἱοὶ P. 4.171
μάλιστα μὲν Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν, θεῶν σέβεσθαι P. 6.23
πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72
Κρονίδᾳ τε Δὶ N. 4.9
σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι I. 2.23
καρτερόβρεντα Κρονίδα fr. 155. Cheiron, “ Κρονίδᾳ Χίρωνι” P. 4.115παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον N. 3.47
pl., Ἰαπετιονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν (ἀντὶ τοῦ φερτάτου Κρονίδου· Διὸς γὰρ Λοκρὸς ὁ πρόγονος αὐτῶν. Σ.) O. 9.56εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.25
Κρονίδαι μάκαρες P. 5.118
ὣς φάτο Κρονίδαις ἐννέποισα θεά (Zeus & Poseidon) I. 8.45 φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ' Αἰολάδᾳ εὐτυχίαν τετάσθαι the gods Παρθ. 1. 12. -
9 Τυνδαρίδας
Τυνδᾰρῐδας (-ίδας, -ιδᾶν, -ίδαις.) one of the Dioskouroi, whose chief shrine was at Therapnai. ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν ὁ Τυνδαρίδας (= Polydeukes, who is son of Zeus, v. 80) N. 10.73 Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος (Kastor) 1. 1. 31. pl.1Τυνδαρίδαις τε φιλοξείνοις ἁδεῖν καλλιπλοκάμῳ θ' Ἑλένᾳ O. 3.1
κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν O. 3.39
λευκοπώλων Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες (the Spartans) P. 1.66Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38
ἐν Τυν]δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει πεφυτευμένον ἄλ[σος (supp. Lobel) Pae. 18.1 v. *fr. 140c*, P. 4.171—2. -
10 εὔπατρις
A born of a noble sire, E.IA 1077 (lyr.); τίς ἂν εὔ. ὧδε βλάστοι; S.El. 1081 (lyr.); ἐλπίδων.. εὐπατρίδων of hopes derived from those of noble birth, dub. cj. ib. 858 (- ιδᾶν vel - ιδῶν codd.).2 at Rome, αἱ εὐπάτ ριδες ἀρχαί magistratus patricii, D.C.46.45: γυνὴ εὔ., = Lat. patricia, Id.72.5 (here acc. sg. - ίδα, but cf. κακόπατρις, ὁμόπατρις).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔπατρις
-
11 κακόπατρις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόπατρις
-
12 πλήσσω
πλήσσω, Nic.Al. 456, present used by Hom. and [dialect] Att. writers only in compd. ἐκπλ- (cf. πλήγνυμι); [dialect] Att. [full] πλήττω Arist.Ph. 224a33: [tense] fut.A , and late Prose, Philostr.VA5.39, ([etym.] ἐπι-) Il.23.580, ([etym.] ἐκ-) Pl.R. 436e, ([etym.] κατα-) X.Lac.8.3: [tense] aor. ἔπληξα, [dialect] Ep. πλῆξα, Il.2.266, Hes.Th. 855, Hdt.3.64, and later Greek, J.AJ4.8.33, Plu. 2.233f, BGU759.14 (ii A.D.), etc.; [dialect] Dor.πλᾶξα Pi.N.1.49
; never in [dialect] Att. (E.IA 1579 is spurious) exc. in compds. ἐκ-, κατα- (qq. v.); in the simple Verb the [tense] fut. and [tense] aor. of πατάσσω or παίω are used instead, as also in LXX: [tense] pf. πέπληγα, subj. , inf.πεπληγέναι X.An.6.1.5
(dub., but read by Ath.1.15e), part.πεπληγώς Il.5.763
, al. (also in pass. sense in late writers, LXX 2 Ch.29.9, Plu.Luc.31, Luc.Trag.115, Q.S.5.91, etc.); later [tense] perf. , Sam.86, J.AJ4.8.33: [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. 2ἐπέπληγον Il.5.504
,πέπληγον 23.363
, Od.8.264; inf.πεπληγέμεν Il.16.728
, 23.660; but part. πεπλήγοντες in [tense] pres. sense, Call.Jov.53, Nonn.D.28.327:—[voice] Med., [tense] fut. πλήξομαι ([etym.] κατα-) Plb.4.80.2, D.H.6.10, etc.: [tense] aor. ἐπληξάμην, [dialect] Ep. πληξάμην, h.Cer. 245, Hdt.3.14, and in late Prose, J.AJ16.10.7, ([etym.] κατα-) Plb.2.52.1, etc.; part.πληξάμενος Il.16.125
: [dialect] Ep. [tense] aor. 2πεπλήγετο 12.162
, Od.13.198,πεπλήγοντο Il.18.51
:—[voice] Pass., [tense] pres.πλήσσομαι Ptol.Harm.1.1
: [tense] fut.πληγήσομαι X.Cyr.2.3.10
, D.18.263 (but in compos. ἐκ-πλᾰγήσομαι); alsoπεπλήξομαι E.Hipp. 894
, Ar.Eq. 271, Pl.Tht. 180a: [tense] aor.ἐπλήχθην Ph.1.39
, Dsc.1.93, Placit.4.14.3, but mostly ἐπλήγην, Hdt.5.120, S.OC 605, etc. (the former nowhere in Trag., exc.ἐκ-πληχθείς E.Tr. 183
(lyr.)); part.πληγείς Il.8.12
, A.Th. 608, Frr.139, 180, Antipho4.4.3, etc.; [dialect] Dor. πλᾱγείς (v. infr. 1.1a ad fin.); [dialect] Aeol. πλάγεις [ᾱ] Alc.Supp.26.3; (ἐπλάγην [ᾰ] only in compds. ἐξ-, κατ-, of persons struck with terror or amazement): [tense] pf.πέπληγμαι Hdt.1.41
, etc.—in [dialect] Att. and Trag., also LXX, the simple Verb is scarcely found exc. in [tense] fut. 2 and 3, [tense] aor. 2, and [tense] pf. [voice] Pass., but [tense] fut. [voice] Act. is used once by A., [tense] pf. 2 πέπληγα by Ar. and X. (v. supr.); Hdt. uses the [voice] Act. ([tense] aor. ) only in 3.64,78.—The [tense] pres. πλήσσω, πλήσσομαι are unknown to [dialect] Att. writers (also to LXX, exc. 4 Ma.14.19), who use the [tense] pres. [voice] Act. and [voice] Pass. of παίω, τύπτω instead (v. sub his vv.); whereas the [tense] aor. 2 [voice] Pass. ἐπλήγην is used instead of ἐπαίσθην, ἐπατάχθην, or ἐτύφθην ([etym.] ἐτύπην): henceπαίσαντές τε καὶ πληγέντες S.Ant. 172
;πότερον πρότερος ἐπλήγην ἢ ἐπάταξα Lys.4.15
; πατάξας καταβάλλω, opp. πληγεὶς κατέπεσεν, Id.1.25,27;ὁ πληγεὶς ἀεὶ τῆς πληγῆς ἔχεται, κἂν ἑτέρωσε πατάξῃ τις, ἐκεῖσ' εἰσὶν αἱ χεῖρες D.4.40
;ὅταν ὁ μὲν πληγῇ, ὁ δὲ πατάξῃ Arist.EN 1132a8
;πατάξαι ἢ πληγῆναι Id.Rh. 1377a21
; so in D.21.33,38 the [voice] Act. πατάξαι corresponds with the [voice] Pass. πληγῆναι in ib.36,39:—strike, smite, freq. in Hom., esp. of a direct blow, opp. βάλλειν (οὔτε πληγέντα.., οὔτε βληθέντα Hdt.6.117
),πλῆξεν.. κόρυθος φάλον Il.3.362
; , cf. 16.791; πλήξας ξίφει αὐχένα ib. 332;μή τις.. ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πλήξῃ Od.18.57
, etc.;ἱστὸς.. πλῆξε κυβερνήτεω κεφαλήν 12.412
: c. acc. dupl. pers. et rei, strike one on..,τὸν δ' ἄορι πλῆξ' αὐχένα Il.11.240
, etc.;τὸν.. ξίφεϊ.. κληῗδα παρ' ὦμον πλῆξ' 5.147
;τὸν.. κατ' ἄκνηστιν μέσα νῶτα πλῆξα Od.10.162
; πὺξ πεπληγέμεν, of boxers, Il.23.660;πλῆξ' αὐτοσχεδίην 12.192
; πεπληγὼς ἀγορῆθεν ἀεικέσσι πληγῇσιν having driven him with blows, 2.264; κῦμα.. μιν.. πλῆξεν struck him, Od.5.431;ὦσε ποδὶ πλήξας 22.20
; ἵππω πλήξαντε [ποσὶ τὸν νεκρόν] Il.5.588;πέπληγον χορὸν ποσίν Od.8.264
; ἵππους ἐς πόλεμον πεπληγέμεν whip on the horses to the fray, Il.16.728; of Zeus, strike with lightning, Hes. Th. 855:—[voice] Med., μηρὼ πληξάμενος having smitten his thighs, Il.16.125;καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ 12.162
(butστῆθος πλήξας Od.20.17
); πλήξασθαι τὴν κεφαλήν, as a token of grief, Hdt.3.14:—[voice] Pass., to be struck, smitten, πληγέντε κεραυνῷ stricken by lightning, Il.8.455, etc.; of a ship,Διὸς πληγεῖσα κ. Od.12.416
; of a tree, Hes.Sc. 422, cf. Th. 861; ἡ κριθὴ ἐπλήγη (by hail?) PPetr.2p.69 (iii B. C.): freq. in Trag.,πληγεὶς θεοῦ μάστιγι A.Th. 608
;Διὸς πληγέντα.. πυρί E.Supp. 934
; πληγείς τινος stricken by a man, Id.Or. 497 (s.v.l.); ἔβραχε θύρετρα πληγέντα κληῗδι touched by the key, Od.21.50;ὥσπερ τὰ χαλκία πληγέντα.. ἠχεῖ Pl.Prt. 329a
;ὑπὸ δόρατος πλαγεὶς δι' ἀμφοτέρων τῶν ὀφθαλμῶν IG42(1).122.64
(Epid., iv B. C.): c. acc. cogn.,πέπληγμαι καιρίαν πληγήν A.Ag. 1343
.2 with acc. of the thing set in motion, κονίσαλον ἐς οὐρανὸν ἐπέπληγον πόδες ἵππων struck the dust up to heaven, Il.5.504; Ζεὺς ἐπ' Ἴδᾳ πλᾶξε κεραυνόν (for Ἴδαν πλᾶξε κεραυνῷ) Pi.N.10.71:—[voice] Pass., πλήσσονται λινέαις ὄρτυγες ἐν νεφέλαις are dashed against the nets, Call.Aet.3.1.37.4 of musical sounds,οὑτωσὶ πληγέντα οὕτως ἐφθέγξατο τὰ φωνήεντα Plot.3.3.5
.II metaph. in [voice] Pass., receive a blow, to be heavily defeated, Hdt.5.120, 8.130, Th.4.108, 8.38; to be stricken by misfortune,συμφορῇ πεπληγμένον Hdt.1.41
, cf. A.Ch. 31 (lyr.); στρατὸν τοσοῦτον πέπληγμαι I am smitten in so great a host, Id.Pers. 1015 (lyr.); (lyr.);φθινάσιν πληγεῖσα νόσοις S.Ant. 819
(anap.).2 to be smitten emotionally,ἱμέρῳ πεπληγμένοι A.Ag. 544
; also πληγέντες δώροισι touched by bribes, Hdt.8.5;ἐξ ἔρωτος Hermesian. 7.42
;τὴν καρδίαν πληγεὶς ὑπὸ λόγων Pl.Smp. 218a
, etc.3 [voice] Act. of wines, when smelt or drunk, overpower,τὴν κεφαλήν Gal.18(2).568
, 15.672; shock,κατασεισμὸς πλήσσει [τινὰ] βιαίως Sor.1.72
:— [voice] Pass.,πληττομένη ἡ μήτρα Id.2.59
. (Cf. πλάζω, Lat.plango, Goth. faiflōkun (redupl.) 'they beat their breasts'.) -
13 ἴδη
A timber-tree, in pl.,χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφής Hdt.1.110
;ὄρεα.. ἴδῃσι παντοίῃσι συνηρεφέα Id.7.111
, cf. 4.109, 175: in sg., wood, ἐν τῇ ἴδῃ τῇ πλείστῃ in the thick of the wood, Id.4.109;ἴδαν ἐς πολύδενδρον Theoc.17.9
; ἴδη ναυπηγήσιμος timber for.., Hdt.5.23: never in [dialect] Att.: also in late Prose, Philostr. Dial.2, VA3.4(s.v.l.).II pr. n., [full] Ἴδη, Ida, i.e. the wooded hill,1 in the Troad, Il.2.821, etc.: Adv. [full] Ἴδηθεν, from Ida, 4.475; [full] Ἴ. μεδέων ruling from I., 3.276:—Adj. [full] Ἰδαῖος, α, ον ([dialect] Aeol. [full] Ἴδαος as pr.n., Sapph.Supp. 20a.3),Ζεύς Il.16.605
;ὄρεα 8.170
, etc.; Ἰ. ῥίζα, a plant, Ruscus Hypoglossum, Dsc.4.44: also Ἰδαία alone,= δάφνη Ἀλεξάνδρεια, ib.145: Ἰ. Δάκτυλοι, prop. 'dwarfs of the forest', Hes.Fr. 176, Pherecyd.47 J., Hellanic.89 J., etc.; but Ἰ. δάκτυλος is a name for one of the fingers, PMag.Lond.46.455.2 in Crete, D.P.502, Paus.5.7.6.------------------------------------ἴδη, ἡ,
См. также в других словарях:
Ἴδαν — Ἴδᾱν , Ἴδη timber tree fem acc sg (doric aeolic) Ἴδᾱν , Ἴδης masc acc sg (epic doric aeolic) Ἴδης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδαν — ἴ̱δᾱν , ἴδη timber tree fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίδη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κορύβαντα και σύζυγος του βασιλιά της Κρήτης Λυκάστη. Ήταν μητέρα του Μίνωα του νεότερου, βασιλιά και νομοθέτη της Κρήτης. 2. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Μαζί με την αδελφή της Αδράστεια… … Dictionary of Greek