-
1 ιδιόμορφος
[идиоморфос] επ. своеобразный, особенный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιδιόμορφος
-
2 оригинальный
оригинальный 1) (подлинный) πρωτότυπος 2) (своеобразный) ιδιόμορφος· παράξενος, ιδιότροπος (странный)* * *1) ( подлинный) πρωτότυπος2) ( своеобразный) ιδιόμορφος; παράξενος, ιδιότροπος ( странный) -
3 особенный
-
4 своеобразный
-
5 своеобразный
επ., βρ: -зен, -зна, -зно.ιδιόμορφος• ιδιότυπος• ιδιόρρυθμος•своеобразный характер ιδιόμορφος χαρακτήρας•
своеобразный стиль ιδιόμορφο στυλ•
-ая мысль ιδιόμορφη σκέψη.
-
6 особый
особ||ыйприл1. ἰδιαίτερος, ἀσυνήθης / ἰδιόμορφος (своеобразный)·2. (отдельный) ἰδιαίτερος, εἰδικός, ξεχωριστός:оставаться при \особыйом мнении διατηρώ τήν ἄποψή μου, ἐπιμένω στήν ἄποψή μου· \особыйая цель ὁ εἰδικός σκοπός. -
7 своеобраз|'иеный
своеобраз|'ие||ныйприл ιδιόμορφος, ιδιότυπος:\своеобраз|'иеныйный человек ὁ ιδιόρρυθμος ἀνθρωπος· \своеобраз|'иеныйная мысль ἡ ἰδιόμορφη σκέψη. -
8 своеобразный
[σβαιαμπράζνυΐ] επ ιδιόμορφος -
9 своеобразный
[σβαιαμπράζνυϊ] επ ιδιόμορφος -
10 колоритный
επ.1. χρωματιστός, ποικιλλό-χρωμος•колоритный пейзаж ποικιλλόχρωμο τοπίο.
2. ιδιόμορφος, χαρακτηριστικός. -
11 оригинальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. πρωτότυπος, αρχέτυπος.2. ιδιόρρυθμος, ιδιόμορφος, ιδιότυπος. || καινοφανής, ασυνήθης, παράδοξος, παράξενος, αλλόκοτος. -
12 отменный
επ., βρ: -мнен, -мнна, -мнно1. εξαιρετικός, εξαίρετος, εξαίσιος, υπέροχος, θαυμάσιος, έκτακτος.2. παλ. ίδιος, ιδιαίτερος, ιδιόμορφος, ιδιότυπος.
См. также в других словарях:
ιδιόμορφος — η, ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, ον) αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι ζῷον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ μορφος, τερατό μορφος] … Dictionary of Greek
ιδιόμορφος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει κάποια ιδιαίτερη μορφή, ιδιότυπος: Ιδιόμορφη κατασκευή. – Ιδιόμορφος χαρακτήρας. – Ιδιόμορφο πολίτευμα. 2. «ιδιόμορφα ορυκτά», ορυκτά που δεν έχουν υποστεί την επίδραση άλλων στοιχείων κατά το σχηματισμό τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδιόμορφον — ἰδιόμορφος of peculiar form masc/fem acc sg ἰδιόμορφος of peculiar form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιομόρφοις — ἰδιόμορφος of peculiar form masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιομόρφων — ἰδιόμορφος of peculiar form masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιόμορφοι — ἰδιόμορφος of peculiar form masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek
ιδιότυπος — η, ο (ΑΜ ἰδιότυπος, ον) αυτός που έχει δικό του τύπο, ξεχωριστή μορφή, ο ιδιόμορφος. επίρρ... ιδιοτύπως ιδιορρύθμως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τύπος (< τύπος), πρβλ. αντί τυπος, ζηλό τυπος] … Dictionary of Greek
κλειδαρότρυπα — η 1. η οπή τής κλειδαριάς στην οποία εισέρχεται το κλειδί 2. παροιμ. «είναι από κείνους που είδε ο θεός από την κλειδαρότρυπα» για τους πολύ πλούσιους ή χωρίς αξία επιφανείς 3. φρ. αστρον. «Νεφέλωμα Κλειδαρότρυπας» ιδιόμορφος ερυθρός αστέρας και… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
υπιδιόμορφος — η, ο, Ν φρ. «υπιδιόμορφος ιστός» (πετρογρ.) ο πιο συνήθης κοκκώδης ιστός που απαντά σε πλουτώνια εκρηξιγενή πετρώματα και τού οποίου οι κόκκοι περατώνονται εν μέρει μόνον σε ιδιαίτερες κρυσταλλικές έδρες, αλλ. υπιδιόμορφος κοκκώδης ιστός ή… … Dictionary of Greek