-
1 έγγραφο(ν)
το документ; бумага; акт; письменное распоряжение, письменный приказ;δημόσια έγγραφα — государственные бумаги;
πολύτιμα έγγραφα — ценные бумаги;
ιδιωτικά έγγραφα — личные документы;
επίσημο έγγραφο(ν) — официальный документ;
πρωτότυπο έγγραφο(ν) — оригинал, подлинник;
ναυτιλιακά έγγραφα — судовые документы;
μυστικό έγγραφο(ν) — секретный документ;
δικαιολογητικό έγγραφο(ν) — оправдательный документ;
τό σύνολον των έγγραφων — документация;
τεχνικά έγγραφα — техническая документация
-
2 έγγραφο(ν)
το документ; бумага; акт; письменное распоряжение, письменный приказ;δημόσια έγγραφα — государственные бумаги;
πολύτιμα έγγραφα — ценные бумаги;
ιδιωτικά έγγραφα — личные документы;
επίσημο έγγραφο(ν) — официальный документ;
πρωτότυπο έγγραφο(ν) — оригинал, подлинник;
ναυτιλιακά έγγραφα — судовые документы;
μυστικό έγγραφο(ν) — секретный документ;
δικαιολογητικό έγγραφο(ν) — оправдательный документ;
τό σύνολον των έγγραφων — документация;
τεχνικά έγγραφα — техническая документация
См. также в других словарях:
ἰδιωτικά — ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc pl ἰδιωτικά̱ , ἰδιωτικός of fem nom/voc/acc dual ἰδιωτικά̱ , ἰδιωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώτικα — ἰ̱διώτικα , ἰδιωτίζω pronounce in the local manner perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικάς — ἰδιωτικά̱ς , ἰδιωτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ИОАННА БОГОСЛОВА АПОСТОЛА МОНАСТЫРЬ НА ПАТМОСЕ — [греч. ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς Πάτμου], имп., патриарший, ставропигиальный, муж., общежительный, находится в юрисдикции К польского Патриархата. Исторический очерк Мон рь ап. Иоанна Богослова на Патмосе Мон рь ап. Иоанна… … Православная энциклопедия
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek