-
1 ιδιοθηρευτικη
-
2 ιδιοθηρια
См. также в других словарях:
ιδιοθηρευτικός — ἰδιοθηρευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που θηρεύει, που κυνηγά μόνος ή για τον εαυτό του 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰδιοθηρευτική (ενν. τέχνη) ιδιωτική θήρα, το να θηρεύει κάποιος στα κτήματά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο * + θηρευτικός] … Dictionary of Greek