-
1 идейный
идейный ιδεολογικός —ое содержание το ιδεολογικό περιεχόμενο* * *иде́йное содержа́ние — το ιδεολογικό περιεχόμενο
-
2 идеологический
идеологический ιδεολογι κός \идеологическийая борьба о ιδεολογι κός αγώνας* * *идеологи́ческая борьба́ — ο ιδεολογικός αγώνας
-
3 идейный
идейн||ыйприл1. (проникнутый передовыми идеями) Ιδανικός, Ιδεολογικός, Ιδεατός (о литературе, искусстве и т. п.)/ Ιδεολογος (о человеке):\идейный роман τό μυθιστόρημα μέ Ιδεολογικό περιεχόμενο· \идейный человек ὁ Ιδεολόγος·2. (идеологический) Ιδεολογικός:\идейныйое руководство ἡ Ιδεολογική καθοδήγηση. -
4 идеолог
ο ιδεολόγος, -ический ιδεολογικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > идеолог
-
5 идеологический
идео́л||оги́ческийприл Ιδεολογικός. -
6 идейный
επ., βρ: -ен, -ина, -йно.1. ιδεολογικός•-ое единство партии ιδεολογική ενότητα του κόμματος•
-ое оружие ιδεολογικό όπλο.
2. ιδανικός, ιδεώδης•-ое содержание произведения η ιδέα του έργου.
3. προοδευτικός, προοδευτικών ιδεών•-ое искусство προοδευτική τέχνη•
идейный человек άνθρωπος προοδευτικών ιδεών.
-
7 идеологический
επ.ιδεολογικός. -
8 перерождение
-я ουδ.1. αναγέννηση, αναδημιουργία, αλλαγή, μεταμόρφωση, μεταλλαγή.2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• εκφυλισμός• αλλοίωση•, перерождение пшеницы εκφυλισμός της ποικιλλίας σιταριού•перерождение тканей αλλοίωση των ιστών (του σώματος)•
перерождение партии εκφυλισμός του κόμματος•
идейное перерождение ιδεολογικός εκφυλισμός.
См. также в других словарях:
ιδεολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδεολογία και στον ιδεολόγο: Ιδεολογικός αγώνας. – Ιδεολογικές αρχές. – Ιδεολογικές διαφορές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδεολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδεολογία. επίρρ... ιδεολογικώς και ά από ιδεολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ideologique < ideo (πρβλ. ιδέα) + logique (πρβλ. λογικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη] … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αγκιτάτσια — Όρος που χρησιμοποιείται από τα μαρξιστικά κυρίως κόμματα. Προέρχεται από τη λατινική λέξη agitatio, που σημαίνει παρότρυνση. Η α. είναι η κινητοποίηση των μαζών με κατάλληλα συνθήματα, προκειμένου να επιτευχθούν ορισμένοι σκοποί μιας οργάνωσης ή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Κραμσκόι, Ιβάν Νικολάγεβιτς — (Ivan Nikolaevich Kramskoy, Oστρογκόζκ 1837 – Αγία Πετρούπολη 1887). Ρώσος ζωγράφος, χαράκτης και κριτικός τέχνης. Γόνος μικροαστικής οικογένειας, ο Κ. σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης και κατέστη ο ιδεολογικός ηγέτης του … Dictionary of Greek
στρατόπεδο — το 1. μέρος όπου στρατοπεδεύει κάποιος: Οι εχθροί θέλησαν να καταλάβουν το στρατόπεδό μας. 2. «Στρατόπεδο συγκέντρωσης», τόπος συγκέντρωσης αιχμαλώτων ή πολιτικών αντιπάλων: Ο δικτάτορας γέμισε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με πολιτικούς αντιπάλους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)