-
1 αἴγοτριψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴγοτριψ
-
2 Θησειότριψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Θησειότριψ
-
3 κύρηβος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύρηβος
-
4 οἴκοτριψ
A a slave born and bred in the house, [dialect] Att. for οἰκογενής (EM590.15), οἰ. κλώψ, of a mouse (cf. οἰκόσιτος II), Babr.107.2 ; as a term of abuse, the slaveE.
, Ar.Th. 426 ;οἰκοτρίβων οἰκότριβας D. 13.24
;μετὰ τῶν οἰ. παίζειν Ael.VH12.15
: metaph.,οἰκότριβες ἐν φιλοσοφίᾳ Phld.Acad.Ind.p.19M.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἴκοτριψ
-
5 παιδότριψ
A = παιδοτρίβης, Luc. Tim.14; but f.l. for πεδότριψ in Ph.2.446.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδότριψ
-
6 πάλιντριψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάλιντριψ
-
7 πέδοτριψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέδοτριψ
-
8 πόρνοτριφ
A = πορνοκόπος, Phryn.389, Thom.Mag.p.291R.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόρνοτριφ
-
9 σκευότριψ
A one who breaks vessels, Hdn.Gr.1.246.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκευότριψ
-
10 Σύντριψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σύντριψ
-
11 χοίροθλιψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χοίροθλιψ
-
12 ἀγωνότριψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγωνότριψ
-
13 ἀμφίτριψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίτριψ
-
14 ἀστύτριψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστύτριψ
-
15 ἀχυρότριψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχυρότριψ
-
16 ἄτριψ
-
17 ἅλοτριψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἅλοτριψ
-
18 χέρνιψ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χέρνιψ
См. также в других словарях:
Ίβος, Αστέριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση σπούδαζε στο Πεδεμόντιο (Πιεμόντε) της Ιταλίας, επέστρεψε όμως στην Ελλάδα και κατετάγη στον τακτικό στρατό του Φαβιέρου ως ανθυπολοχαγός της πρώτης… … Dictionary of Greek
πεδότριψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α (με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή χρήση έχει φθείρει τα δεσμά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + τριψ, βος (< τρίβω), πρβλ. σκευό τριψ] … Dictionary of Greek
πορνότριψ — ιβος, ὁ Α αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + τριψ (< τρίβω), πρβλ. πεδό τριψ, σκευό τριψ] … Dictionary of Greek
σκευότριψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α αυτός που συντρίβει σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεύος + τριψ (< τρίβω), πρβλ. αχυρό τριψ] … Dictionary of Greek
σύντριψ — ιβος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που επιφέρει συντριβή 2. ως κύριο όν. Σύντριψ κακός δαίμονας που έσπαζε τις χύτρες και τα άλλα μαγειρικά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντρίβ τού συντρίβω + κατάλ. ς] … Dictionary of Greek
χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… … Dictionary of Greek
χοιρόθλιψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α (σε σχολιαστή τού Αριστοφ.) «χοιρόθλιβα τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον ἀποθλίβοντα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος «γυναικείο αιδοίο» + θλιψ (< θλίβω «λειώνω, συντρίβω»)] … Dictionary of Greek
Гурий, Самон и Авив — Γουρίας, Σαμωνᾶς, ῎Αβ(β)ιβος … Википедия
οικότριψ — οἰκότριψ, ιβος, ὁ (Α) 1. δούλος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο σπίτι («μετὰ τῶν οἰκοτρίβων παίζειν», Αιλ.) 2. μτφ. εξοικειωμένος με κάτι («οἰκότριβες ἐν φιλοσοφίᾳ», Φιλόδ.) 3. φρ. «οἰκότριψ κλώψ» ποντίκι που έχει τη φωλιά του μέσα στο σπίτι.… … Dictionary of Greek
αιγότριψ — αἰγότριψ ( ιβος), ο, η (Α) αυτός που έχει πατηθεί από κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. αἴξ γὸς + τριψ < τρίβω] … Dictionary of Greek
αλότριψ — ἁλότριψ, ιβος, ο (Α) όργανο με το οποίο κοπανίζουν το αλάτι, ο αλοτρίβανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο * + τριψ < τρίβω] … Dictionary of Greek