-
1 ιατρικό(ν)
το лекарство;αποτελεσματικό ιατρικό(ν) — эффективное лекарство;
παίρνω ιατρικό(ν) — принимать лекарство
-
2 ιατρικό(ν)
το лекарство;αποτελεσματικό ιατρικό(ν) — эффективное лекарство;
παίρνω ιατρικό(ν) — принимать лекарство
-
3 ιατρικό
[иатрико] ουσ. о. лекарствоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιατρικό
-
4 ιατρικό
[иатрико] ουσ ο лекарство. -
5 консилиум
мед. το ιατρικό συμβούλιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > консилиум
-
6 мыло
το σαπούνι, ο σάπωνнефтяное - см. вапортуалетное - πολυτελείας, αρωματικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мыло
-
7 сертификат
το πιστοποιητικόвыдавать - εκδίδω το -, δίνω το -депозитный (банк.) - ύπαρξης λογαριασμού καταθέσεων στην τράπεζα- о мореходности мор. - αξιοπλοΐαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сертификат
-
8 термометр
το θερμόμετροобразцовый - см. нормальный -самопишущий - о θερμογράφος, αυτο-γραφικό -термоэлектрический - θερμοηλεκτρικό -, το πυρόμετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > термометр
-
9 эпикриз
мед. 1. (окончательное заключение) το ιατρικό πόρισμα 2. (патологическое явление, наступающее после кризиса болезни) το επακόλουθο (παθολογικό φαινόμενο μετά την κρίση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эпикриз
-
10 консилиум
консилиумм мед. τό (ἰατρικό[ν]) συμ-βούλιο[ν]. -
11 συμβούλιο(ν)
τό1) совет (орган);υπουργικό συμβούλιο(ν) — совет министров;
διοικητικό συμβούλιο(ν) — правление, административный совет;
κοινοτικό συμβούλιο(ν) — совет общины;
πειθαρχικό συμβούλιο(ν) — дисциплинарный совет;
συμβούλιο(ν) οικονομικής αλληλοβοήθειας — совет экономической взаимопомощи;
συμβούλιο(ν) του στέμματος — совет короны;
2) совет, совещание;πολεμικό (οίκογενειακό) συμβούλιο(ν) — военный (семейный) совет;
ιατρικό συμβούλιο(ν) — консилиум врачей
-
12 συμβούλιο(ν)
τό1) совет (орган);υπουργικό συμβούλιο(ν) — совет министров;
διοικητικό συμβούλιο(ν) — правление, административный совет;
κοινοτικό συμβούλιο(ν) — совет общины;
πειθαρχικό συμβούλιο(ν) — дисциплинарный совет;
συμβούλιο(ν) οικονομικής αλληλοβοήθειας — совет экономической взаимопомощи;
συμβούλιο(ν) του στέμματος — совет короны;
2) совет, совещание;πολεμικό (οίκογενειακό) συμβούλιο(ν) — военный (семейный) совет;
ιατρικό συμβούλιο(ν) — консилиум врачей
-
13 консилиум
-а α.συμβούλιο ιατρικό. -
14 лекарство
-а ουδ.φάρμακο ιατρικό, γιατρικό, ξαρρωστικό•лекарство от (ή против) кашля φάρμακο για το βήχα•
принять лекарство παίρνω φάρμακο.
-
15 эпикриз
-а α.ιατρικό πόρισμα• απόφανση γιατρού. || παθολογικό επακόλουθο μετά την κρίση ασθενή.
См. также в других словарях:
ιατρικός — ή, ό (ΑΜ ἰατρικός, ή, όν, Α ιων. τ. ἰητρικός) [ιατρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γιατρό («ιατρικός σύλλογος») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιατρική η επιστήμη που έχει αντικείμενο τη διατήρηση τής υγείας και τη θεραπεία τών νόσων νεοελλ. 1. το … Dictionary of Greek
στηθοσκόπιο — (Ιατρ.). Ιατρικό όργανο που χρησιμοποιείται για την ακρόαση της καρδιάς, του θώρακα και περιοχών του σώματος, όπου δεν εφαρμόζει καλά το αυτί (υπερκλείδιοι βόθροι, μασχαλιαία κοιλότητα κ.ά.). Στην απλούστερή του μορφή πρόκειται για έναν κοίλο… … Dictionary of Greek
Нирванас, Павлос — Павлос Нирванас . Павлос Нирванас (греч. Παύλο … Википедия
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
Interbalkan Medical Center — ( el. Ιατρικό Διαβαλκανικό Κέντρο), known in Greek as Iatriko Diavalkaniko Kentro , is a private General Hospital based in Thessaloniki, Greece. It has been founded by the businessman Giorgos Apostolopoulos and located in the eastern side of the… … Wikipedia
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
ασηψία — Η πλήρης απουσία παθογόνων μικροβίων και σαπροφύτων. Η α. αποτελεί αρκετά πρόσφατη κατάκτηση της ιατρικής και κυρίως της χειρουργικής. Οι πρώτες προσπάθειες ανάγονται στις αρχές του 19ου αι. και απέβλεπαν στην καταστροφή με διάφορες χημικές ή… … Dictionary of Greek
ατύχημα — Όρος ο οποίος στο ιατρικό νομικό λεξιλόγιο σημαίνει κάθε ακούσιο και απροσδόκητο αποτέλεσμα στον ανθρώπινο οργανισμό. Η συγκριτική μελέτη των διαθέσιμων στοιχείων για τα ποσοστά θνησιμότητας εξαιτίας α. σε 42 χώρες επιτρέπει τη διαπίστωση ότι τα… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
γαληνισμός — (I) ο το ιατρικό σύστημα τού Γαληνού, το οποίο βασίζεται στη θεωρία τών τεσσάρων χυμών, τών τριών βασικών ποιοτήτων και τών τριών πνευμάτων. (II) γαληνισμός, ο (Α) [γαληνίζω] η καταπράυνση, η καθησύχαση … Dictionary of Greek
γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… … Dictionary of Greek