-
1 θῡμ-άρεστος
θῡμ-άρεστος, bei Apoll. L. H. Erkl. von ϑυμήρης.
См. также в других словарях:
πανήρης — ῆρες, Α (κατά τον Ησύχ.) «πανήρεα πᾱσιν ἀρέσκοντα», ευχάριστος, αρεστός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ήρης (< ἀραρίσκω «ταιριάζω»), πρβλ. θυμ ήρης / θυμαρής] … Dictionary of Greek