-
1 θῡμό-σοφος
θῡμό-σοφος, von Natur, durch sich selbst weise, von Natur geschickt; Ar. Nubb. 867, nach Schol. ἐκ τοῦ ἰδίου ϑυμοῦ σοφὸς καὶ οὐκ ἐκ μαϑήσεως, sonst auch αὐτομαϑής erkl. Auch Sp., wie Plut., z. B. Artax. 17; selbst von Thieren, Ael. N. A. 16, 15, wie τὸ ϑυμόσοφον, d. i. Gelehrigkeit des Thieres, Plut. Sol. an. 15.
-
2 θῡμόσοφος
θῡμό-σοφος, von Natur, durch sich selbst weise, von Natur geschickt; τὸ ϑυμόσοφον, d. i. Gelehrigkeit des Tieres
См. также в других словарях:
θυμόσοφος — η, ο (Α θυμόσοφος, ον) αυτός που έχει έμφυτη και κατ έμπνευση σοφία, ο εκ φύσεως σοφός, ο ευφυής νεοελλ. αυτός που έχει έμφυτη την κλίση να φιλοσοφεί πρακτικά, που διατηρεί την ψυχραιμία και την ψυχική του ηρεμία και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις … Dictionary of Greek