-
1 θυμολεαινα
См. также в других словарях:
θυμολέαιανα — θυμολέαινα, ἡ (Α) θηλ. τού θυμολέων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λέαινα] … Dictionary of Greek
1 θυμολεαινα
θυμολέαιανα — θυμολέαινα, ἡ (Α) θηλ. τού θυμολέων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λέαινα] … Dictionary of Greek