-
1 θῡμικός
-
2 θῡμικός
θῡμικός, mutig; zornig, leidenschaftlich -
3 δυς-θῡμικός
δυς-θῡμικός, ή, όν, zum Mißmuthe geneigt, Arist. Physiogn. 6.
-
4 λειπο-θῡμικός
λειπο-θῡμικός, ή, όν, zur Ohnmacht geneigt, Medic.
-
5 γοργός
γοργός (vgl. Γοργώ, Nom. pr.), Furcht erregend, furchtbar; Ἄρης Antp. Sid. 84 (VII, 495); vom Adler, id. 92 (VII, 161); ὁπλίτης Eur. Andr. 458; γοργὸς ἰδεῖν, furchtbar anzusehen, Xen. Cyr. 4, 4, 3; de re equ. 10, 17, wo es in die Bdtg des lebhaften, rollenden Auges übergeht; ὄμμα Aesch. Spt. 534; Anacr. 16, 12; γοργὸν ἀναβλέπειν Eur. Suppl. 322; γοργὸν βλέπουσιν οἱ ὀφϑαλμοί Ael. V. H. 2, 44; γοργὸν ἀποβλέπειν εἴς τι, mit fürchterlichem Blick auf etwas hinsehen, Luc. Hermot. 1. Uebh. lebhaft, rasch, bes. von Pferden, Xen.; Plut. vrbdt es z. B. mit ϑυμικός, Sympos. 2, 8. – Vom Ausdruck, rauh, kurz, Dion. Hal.
-
6 θῡμωτικός
-
7 δυςθῡμικός
δυς-θῡμικός, ή, όν, zum Missmute geneigt -
8 λειποθῡμικός
λειπο-θῡμικός, ή, όν, zur Ohnmacht geneigt
См. также в других словарях:
θυμικός — ή, ό (Α θυμικός, ή, όν) [θυμός] το ουδ. ως ουσ. το θυμικό(ν) το θυμοειδές*, κατά την πλατωνική φιλοσοφία νεοελλ. 1. (ψυχολ.) το σύνολο τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων τού ατόμου 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
θυμικός — θῡμικός , θυμικός high spirited masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο συναισθηματικό μέρος της ψυχής: Θυμική διάθεση. 2. ορμητικός, οργίλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμικά — θῡμικά , θυμικός high spirited neut nom/voc/acc pl θῡμικά̱ , θυμικός high spirited fem nom/voc/acc dual θῡμικά̱ , θυμικός high spirited fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμικώτερον — θῡμικώτερον , θυμικός high spirited adverbial comp θῡμικώτερον , θυμικός high spirited masc acc comp sg θῡμικώτερον , θυμικός high spirited neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμικωτάτων — θῡμικωτάτων , θυμικός high spirited fem gen superl pl θῡμικωτάτων , θυμικός high spirited masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμικωτέρα — θῡμικωτέρᾱ , θυμικός high spirited fem nom/voc/acc comp dual θῡμικωτέρᾱ , θυμικός high spirited fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμικῶν — θῡμικῶν , θυμικός high spirited fem gen pl θῡμικῶν , θυμικός high spirited masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμικόν — θῡμικόν , θυμικός high spirited masc acc sg θῡμικόν , θυμικός high spirited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμικώτατον — θῡμικώτατον , θυμικός high spirited masc acc superl sg θῡμικώτατον , θυμικός high spirited neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Властарь Матвей — византийский канонист, иеромонах солунский; год смерти его неизвестен, но в 1850 г. он еще жил. О важнейшем труде его алфавитной синтагме канонов см. Византийское право. Вскоре по появлении своем синтагма В. была переведена на сербский язык, а… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона