-
1 θῡλακἶσκος
θῡλακἶσκος, ὁ, dim. zu ϑύλακος, bes. Brotsack, Ar. bei Poll. 10, 151; Crates Ath. VI, 267 f.
-
2 θῡλακἶσκος
θῡλακἶσκος, ὁ, Brotsack -
3 θῡλακίσκιον
θῡλακίσκιον, τό, dim. zum Folgdn, Ar. bei Poll. 10, 172, Bekker aber lies't ϑυλακίσκος.
См. также в других словарях:
θυλακίσκος — θυλακίσκος, ὁ (Α) 1. καλάθι ψωμιού, σακούλι 2. θυλάκιο, μικρός σάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. μην ίσκος, οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
θυλακίσκε — θυλακίσκος bread basket masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυλακίσκον — θυλακίσκος bread basket masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυλακίσκιον — θυλακίσκιον, τὸ (Α) υποκορ. τού θυλακίσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυλακίσκος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… … Dictionary of Greek