-
1 θυεια
-
2 θυια
-
3 αλοτριψ
-
4 αναμασσω
атт. ἀναμάττω1) стирать, вытирать2) med. месить тесто(ἐν θυείᾳ Arph.)
3) лепить, формировать(ὕλη ἀναμαξαμένη Plat.)
4) заглаживать, искупатьκεφαλῇ ἀ. τι Hom., Her. — платиться головой за что-л.
-
5 εμμασσομαι
-
6 ευπετρος
-
7 θυειδιον
-
8 θυια...
-
9 θυιδιον...
-
10 ιγδις
-
11 φλαω
(fut. φλασσῶ или φλαξῶ)1) бить, ударять, колотить(τινα Arph., Theocr.)
2) щипать(ἀντικνήμια Arph.)
3) поражать, терзать(πᾶσι κακοῖσίν τινα Arph.)
4) толочь или растирать(ἐν τῇ θυείᾳ, sc. τὸ φάρμακον Arph.)
5) пожирать, съедать(τι Arph., Men.)
См. также в других словарях:
θυεία — θυείᾱ , θυεία mortar fem nom/voc/acc dual (ionic) θυείᾱ , θυεία mortar fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυείᾳ — θυείᾱͅ , θυεία mortar fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυεία — και ιων. τ. θυείη και μτγν τ. θυία και θυΐα και θυΐη, ἡ (Α) [θύος] 1. γουδί («θυία οστρακίνη» ιατρικό γουδί) 2. μετάλλινη λεκάνη με την οποία έπαιζαν το παιγνίδι κότταβος* 3. πάπ. ελαιοπιεστήριο οικιακής χρήσεως για σύνθλιψη ελαιωδών σπόρων ή… … Dictionary of Greek
θυείας — θυείᾱς , θυεία mortar fem acc pl (ionic) θυείᾱς , θυεία mortar fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυείαν — θυείᾱν , θυεία mortar fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυείαις — θυεία mortar fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυείην — θυεία mortar fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυείης — θυεία mortar fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυείῃ — θυεία mortar fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
θυΐς — θυΐς, ἡ (Α) βλ. θυεία … Dictionary of Greek