-
1 θακος
эп.-ион. θῶκος, эп. тж. θόωκος ὅ1) место для сидения(θ. θεῶν Hom.)
ἐς παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον ἵζων Soph. — восседая на древнем седалище прорицателей;τοῖς πρεσβυτέροις καὴ ὁδῶν καὴ θάκων ὑπείκειν Xen. — уступать старшим как дорогу, так и место2) престол, трон(Διός Aesch.)
3) pl. местонахождение, жилищеθάκους ἔχειν τι Eur. — находиться (лежать) на чем-л.;
θάκους ἐνίζειν Eur. — иметь жилище, обитать;θᾶκοι, οἵους θάσσω Eur. — жилище, в котором я обитаю4) заседание, совещание, советοὔτε ποθ΄ ἀγορέ γένετ΄ οὔτε θόωκος Hom. — (с тех пор как уехал Одиссей у жителей Итаки) не происходило ни собрания, ни совещания;
ἐν θώκῳ κατῆσθαι Her. — принимать участие в заседании -
2 κραιπνοσυτος
-
3 ορνιθοσκοπος
-
4 συνθακος
-
5 φονολιβης
См. также в других словарях:
θάκος — θᾱκος, επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, ό (Α) βλ. θώκος … Dictionary of Greek
θᾶκος — seat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοώκοις — θᾶκος seat masc dat pl (epic) θόωκος seat masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοώκου — θᾶκος seat masc gen sg (epic) θόωκος seat masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοώκους — θᾶκος seat masc acc pl (epic) θόωκος seat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοώκων — θᾶκος seat masc gen pl (epic) θόωκος seat masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοώκῳ — θᾶκος seat masc dat sg (epic) θόωκος seat masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θᾶκοι — θᾶκος seat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θᾶκον — θᾶκος seat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῶκοι — θᾶκος seat masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῶκον — θᾶκος seat masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)