Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

θᾱκεύω

См. также в других словарях:

  • θακεύω — (Α) αποπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ευφημισμός < θάκος + κατάλ. εύω (πρβλ. θαλαμ εύω, ιππ εύω)] …   Dictionary of Greek

  • θακεύουσι — θᾱκεύουσι , θακεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θᾱκεύουσι , θακεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θακεύουσιν — θᾱκεύουσιν , θακεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θᾱκεύουσιν , θακεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θώκος — ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος) έδρα, κάθισμα νεοελλ. 1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα 2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος») 3. φρ. «οικολογικός θώκος» η μικρότερη ομάδα βιοτόπου …   Dictionary of Greek

  • θακεύειν — θᾱκεύειν , θακεύω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θακεύοντας — θᾱκεύοντας , θακεύω pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θακεύων — θᾱκεύων , θακεύω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθακεύειν — συνθᾱκεύειν , σύν θακεύω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»