-
1 θάομαι
θάομαι, a form needlessly invented to expl. the foll. [dialect] Dor. forms of θᾱέομαι (q.v.), in which θᾱ- is [var] contr. fr. θᾱε ([etym.] ο)- and θᾱη-: [ per.] 1pl.Aθάμεθα Sophr.85
: [ per.] 2pl. θᾶσθε (Megar.) Ar.Ach. 770; imper.θάεο APl.4.306
, AP6.354 ([place name] Nossis); part. θάμενος, ταὶ θάμεναι τὰ Ἴσθμια, title of mime by Sophron, Arg.Theoc.15;θασεῖσθε Call.Cer.3
: [tense] fut.part.θασόμενος Theoc.15.23
: [tense] aor. imper.θᾶσαι Epich.114
, Theoc.1.149, 3.12; inf.θάσασθαι Id.2.72
; part.θασάμενος Tab.Heracl.1.118
.II [voice] Act. only in part., θάοντα· διδάσκοντα, θεωροῦντα, Hsch., and [dialect] Lacon. [ per.] 1pl. [tense] impf. ἔσᾱμεν (i.e. ἔθᾱμεν),= ἐθεωροῦμεν, Id.
См. также в других словарях:
θάομαι — (Α) 1. εκπλήσσομαι, απορώ 2. ατενίζω, βλέπω με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος ενεστ. με τον οποίο ερμηνεύονται ορισμένοι δωρ. τ. τού θαέομαι* (πρβλ. θάμεθα, θάσθε, προστ. θάεο κ.λπ.), στους οποίους το θα < θᾱε(ο) και θᾱη με συναίρεση] … Dictionary of Greek