Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θᾰνάσιμος

  • 41 враг

    враг
    м
    1. ὁ ἐχθρός, ὁ ὀχτρός:
    классовый \враг ὁ ταξικός ἐχθρός· смертельный \враг ὁ θανάσιμος ἐχθρός·
    2. (противник чего-л.) ὁ ἀντίπαλος, ὁ ἐχθρός, ὁ πολέμιος.

    Русско-новогреческий словарь > враг

  • 42 губительный

    губитель||ный
    прил ὁλέθριος, καταστρεπτικός, φθοροποιός/ θανάσιμος (смертельный):
    \губительныйный климат τό ὁλέθριο κλίμα.

    Русско-новогреческий словарь > губительный

  • 43 жизнь

    жизн||ь
    ж в разн. знач. ἡ ζωή, ὁ βίος:
    Духовная \жизнь ἡ πνευματική ζωή· общественная \жизнь ἡ κοινωνική ζωή· зажиточная \жизнь· ἡ εὐπορία, ἡ εὐπορη ζωή· совместная \жизнь· ἡ κοινή ζωή· семейная \жизнь ἡ οίκογε-νειακή ζωή· походная \жизнь ζωή ἐκστρατείας· образ \жизньи ὁ τρόπος ζωής· условия \жизньи οἱ συνθήνες ζωής· вести́ праздную \жизнь· ζῶ ἀργόσχολος· борьба за \жизнь ἡ βιοπάλη· полный \жизньи γεμάτος ζωή· средства к \жизньи τά προς τό ζήν, οἱ πόροι τής ζωής· рисковать \жизньью (ριψο)κινδυνεύω τή ζωή Дои· лишать себя \жизньи αὐτοκτονώ· проводить что-л. в \жизнь ἐφαρμόζω κάτι στή ζωή· при \жизньи στή διάρκεια τοῦ βίου· никогда в \жизньи! ποτέ, οὐδέποτε!· на всю \жизнь σ' ὅλη (μου) τή ζωή· \жизнь бьет ключом βράζει ἀπό ζωή· ◊ борьба не на \жизнь, а на смерть ὁ θανάσιμος ἀγώνας, ἡ πάλη μέχρι θανάτου.

    Русско-новогреческий словарь > жизнь

  • 44 заклятый

    заклятый
    прил ἀσπονδος:
    \заклятый враг ὁ ἄσπονδος ἐχθρός, ὁ θανάσιμος ἐχθρός.

    Русско-новогреческий словарь > заклятый

  • 45 злейший

    злейший
    прил:
    \злейший враг ὁ θανάσιμος ἐχθρός.

    Русско-новогреческий словарь > злейший

  • 46 опасность

    опасн||ость
    ж ὁ κίνδυνος:
    смертельная \опасностьость ὁ θανάσιμος κίνδυνος· предупреждать \опасностьость προλαμβάνω τόν κίνδυνο· подвергаться \опасностьости διατρέχω κίνδυνο· смотреть \опасностьости в глаза ἀντιμετωπίζω τόν κίνδυνο, ἀψηφῶ τόν κίνδυνο· с \опасностьостыо для жизни μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς· отечество в \опасностьости ἡ πατρίδα σέ κίνδυνο, ἡ πατρίς ἐν κινδύνω.

    Русско-новогреческий словарь > опасность

  • 47 смертный

    смертн||ый
    прил
    1. ἐπιθανάτιος, νεκρικός, τοῦ θανάτου:
    \смертныйый час ἡ ὠρα τοῦ θανάτου· на \смертныйом одре στήν ἐπιθανάτια κλίνη· \смертныйые случаи οἱ θάνατοι, οἱ περιπτώσεις θανάτου·
    2. (подверонхнный смерти) θνητός:
    человек смертен ὁ ἀνθρωπος εἶναι θνητός·
    3. (приводящий κ смерти) θανατικός, θανατηφόρος:
    \смертныйый приговор ἡ καταδίκη σέ θάνατο· \смертныйая казнь ἡ θανατική ποινή, ἡ ἐκτελεση [-ις]·
    4. перен· (сильный, жестокий) ἀφόρητος, θανάσιμος:
    \смертныйая ску́ка (тоска́) θανάσιμη πλήξη (μελαγχολία)· б. м ὁ θνητός:
    простой \смертныйый ὁ κοινός θνητός.

    Русско-новогреческий словарь > смертный

  • 48 смертоносный

    смертоносный
    прил θανατηφόρος, θανάσιμος:
    \смертоносный удар τό θανατηφόρο κτύπημα

    Русско-новогреческий словарь > смертоносный

  • 49 страх

    страх
    м ὁ φόβος, ὁ τρόμος:
    смертельный \страх ὁ θανάσιμος φόβος· охваченный \страхом κατατρομαγμένος, καταφο-βισμένος· из \страха ἀπό φόβο· ◊ на свой \страх и риск παίρνοντας ὁλόκληρη τήν εὐθύνη· у \страха глаза велики погов. ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τά πράγματα.

    Русско-новогреческий словарь > страх

  • 50 убийственный

    убийственн||ый
    прил φονικός, θανατηφόρος, θανάσιμος/ ὀλεθριος, καταστρεπτικός (губительный)/ φοβερός, ἀφόρητος (непереносимый):
    \убийственный климат τό ὀλέ-θριο[ν] κλίμα· \убийственныйая жара ἡ ἀφόρητη ζέστη· \убийственный взгляд ἡ τρομερή ματιά· \убийственныйая медлительность ἡ ἀπίθανη βραδυκινησία· \убийственныйая тоска ἡ ἀνυπόφορη πλήξη.

    Русско-новогреческий словарь > убийственный

  • 51 κίνδυνος

    ο
    1) опасность; угроза опасности;

    θανάσιμος κίνδυνος — смертельная опасность;

    έξοδος κίνδύνου — запасной выход;

    σήμα-

    τα κίνδύνου — сигнал SOS;

    κίνδυνος του ατομικού πολέμου — опасность атомной войны;

    διατρέχω κίνδυνο — подвергаться опасности;

    αντιμετωπίζω κατάματα τον κίνδυνο — смотреть опасности в глаза;

    κίνδυνος θάνατος! — берегись, смертельная опасность!;

    2) риск;

    με κίνδυνο της ζωής — с риском для жизни;

    § κρούω τον κώδωνα τού κίνδύνου — бить в набат, предупреждать об опасности

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κίνδυνος

  • 52 περίπτυξις

    (-εως) η уст. обнимание, заключение в объятия;

    перен. θανάσιμος περίπτυξιςобъятия смерти

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περίπτυξις

  • 53 θανασίμω

    θανάσιμος
    deadly: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > θανασίμω

  • 54 θανασίμῳ

    θανάσιμος
    deadly: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > θανασίμῳ

  • 55 θανασίμωι

    θανασίμῳ, θανάσιμος
    deadly: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > θανασίμωι

  • 56 2286

    {прил., 1}
    смертельный, смертоносный (Мк. 16:18).*

    Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2286

  • 57 fatal

    ['feitl]
    1) (causing death: a fatal accident.) θανάσιμος,θανατηφόρος
    2) (disastrous: She made the fatal mistake of not inviting him to the party.) μοιραίος
    - fatality

    English-Greek dictionary > fatal

  • 58 mortal

    ['mo:tl] 1. adjective
    1) (liable to die; unable to live for ever: Man is mortal.) θνητός
    2) (of or causing death: a mortal illness; mortal enemies (= enemies willing to fight each other till death); mortal combat.) θανατηφόρος/θανάσιμος,μέχρι θανάτου
    2. noun
    (a human being: All mortals must die sometime.) θνητός
    - mortally
    - mortal sin

    English-Greek dictionary > mortal

  • 59 смертельный

    [σμιρτιέλ'νυϊ] εκ. θανάσιμος

    Русско-греческий новый словарь > смертельный

  • 60 смертельный

    [σμιρτιέλ'νυϊ] επ θανάσιμος

    Русско-эллинский словарь > смертельный

См. также в других словарях:

  • θανάσιμος — deadly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανάσιμος — η, ο (AM θανάσιμος, ον) [θάνατος] αυτός που επιφέρει τον θάνατο, ο θανατηφόρος (α. «θανάσιμο τραύμα» β. «θηρία θανάσιμα» ερπετά με θανατηφόρο δηλητήριο) νεοελλ. 1. (για κακή πράξη ή αδίκημα) ασυγχώρητος, βαρύτατος 2. το αρσ. ως ουσ. ο θανάσιμος… …   Dictionary of Greek

  • θανάσιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που επιφέρει θάνατο: Θανάσιμο τραύμα. – Διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο. 2. ασυγχώρητος: Θανάσιμο σφάλμα. 3. αμείλικτος: Θανάσιμος εχθρός. – Τον μισεί θανάσιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θανασιμώτατον — θανάσιμος deadly masc acc superl sg θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανασίμως — θανάσιμος deadly adverbial θανάσιμος deadly masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανάσιμον — θανάσιμος deadly masc/fem acc sg θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανασιμώτερα — θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανασίμοις — θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανασίμοισιν — θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανασίμου — θανάσιμος deadly masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανασίμους — θανάσιμος deadly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»