-
1 θαλαμίτης
Aθάλαμος 111
) one of the rowers on the lowest bench of a trireme, who had the shortest oars and the least pay, Sch.Ar.Ra. 1106.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλαμίτης
См. также в других словарях:
ροΐτης — ὁ, Α (ενν. οἶνος) κρασί από χυμό ροδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα «ροδιά» + επίθημα ίτης (πρβλ. θαλαμ ίτης)] … Dictionary of Greek
στεφανίτης — ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. στεφανῑτις, ίτιδος, ΜΑ, και στεφανείτης Α νεοελλ. 1. (ορυκτ.) αντιμονιοθειούχο ορυκτό τού αργύρου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών θειοαλάτων και απαντά με τη μορφή μαύρων στιλπνών ορθορομβικών κρυστάλλων, λεπτών τεμαχιδίων ή… … Dictionary of Greek